United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα εις ένα ευώδη πευκώνα χωμένον το ερημικόν παρεκκλήσιον, υπό συστάδα υψηλών και μονοκόρμων πεύκων, ήτο εκεί ως μία φωλεά ευλαβείας και κατανύξεως. Υπάρχουν εις τας νήσους πολλαί τοιαύται ευλαβητικαί απολαύσεις, όπου, ο άνθρωπος σιγά σιγά γίνεται χριστιανός, ειρηνικός και εύσπλαχνος.

Έπειτα τον ξαναβάζει στο σπητάκι του, και γυρίζοντας κατά τη συστάδα λέει με δυνατή φωνή: «Πουλιά του δάσους που τόση χαρά μου φέρατε με τα κελαδητά σας, σας αγαπώ και σας χαιρετώ. Ενώ ο άρχοντάς μου Βασιληάς Μάρκος θα καλπάση για τον Άσπρο Κάμπο, εγώ θα μείνω στον πύργο του Σαιν-Λουμπέν. Πουλάκια, ελάτε κοντά μου κι' εκεί. Πλούσια θα σας ανταμείψω απόψε, σαν καλούς τραγουδιστές που είστε».

Ο ένας ωραίος και διατηρημένος καλά, όπου θα περνούσε η βασιλική συνοδεία, ο άλλος παραμελημένος και γεμάτος πέτρες. Ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν ετοποθέτησαν σ' αυτόν τους δυο ιπποκόμους: θα τους περίμεναν εκεί, φυλάγοντας τ' άλογα και της ασπίδες. Οι ίδιοι τρύπωσαν μέσ' το δάσος και κρύφτηκαν σε μια συστάδα δέντρων και βάτων.

Αυτήν τη στιγμή, να που ερχότανε από μακρυά, κατεβαίνοντας σιγά-σιγά το μονοπάτι, σ' ένα μαύρο αλογάκι που πήγαινε βάδην, ο Ντενοαλέν, ακολουθούμενος από δυο μεγάλα λαγωνικά. Ο Τριστάνος τον παραφύλαξε, κρυμμένος πίσω από μια μηλιά. Τον είδε που παρακινούσε τα σκυλλιά του να ξετρυπώσουν κάποιο αγριογούρουνο από μια συστάδα δέντρων και πυκνών χόρτων.

Κείνη τη στιγμή κελαδητά κορυδαλού κι' άλλων πουλιών βγήκαν από τη συστάδα, κι' ο Τριστάνος έβαζε στης μελωδίες του όλη του την τρυφερότητα. Η Βασίλισσα κατάλαβε το μήνυμα του φίλου της. Κυττάζει χάμω το κλαδί της μοσκοκαρυδιάς σφιχτά αγκαλιασμένο από το αγιόκλημα, και συλλογιέται μέσα της: «Ναι έτσι είμαστε μεις, φίλε. Ούτε σεις δίχως εμένα.

Εις το ακένωτον ρεύμα της Παναγίας της Δομάν ωφείλετο η ευδοκίμησις πάσης φυτείας και πάσης βλαστήσεως κατά τους παλαιούς εκείνους χρόνους. Ήτο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ' Αγγελής και οι αιπόλοι του έφθασαν εις την Παναγίαν της Δομάν. Το μικρόν εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό συστάδα πελωρίων δένδρων, περίβαλλόμενον γραφικώς υπ' αυτών, σκεπαζόμενον φιλοστόργως από τους κλώνους των.

Ο γλυκύς αυτός πόθος του δεν εβράδυνε να εκπληρωθή, διότι μίαν άλλην ημέραν φορτωμένος το δισσάκιον των ελεών, με τα χονδρά του ράκη και τα μεγάλα κρητικά υποδήματα, με τα λεπτοκαμωμένα και σκολιά ποδαράκια του, αναβαίνων τον ελικοειδή δρόμον, κατέπεσεν από του καύματος υπό τινα δροσεράν πευκών συστάδα, και ανακλιθείς, με προσκέφαλον το δισάκκιον, εβυθίσθη εις δροσερόν ύπνον, και εβράδυνε να κομίση προς τον Γέροντά του το δισάκκιον με τα ελέη, διαρπαγέντα, κατά τον ύπνον του, υπό λωποδυτών.