United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια επέταξε τόρα. Αλλά δεν επέταξε μακριά να φύγη, να χαθή από εμπρός μας· εχαμοπετούσε πεισματικά περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, εκαθόταν στο ξάρτι και στυλώνοντας το κορμί, με το στήθος ολοφούσκωτο και τον λαιμό χωμένον στους ώμους έρριχνε ξαφνικά μία στριγγιά φωνή που επάγωνε το αίμα. — Κουκουβάου!... κουκουβάουβάου!...

Και η γρήγορη στριγγιά φωνή της Ελισάβετ: «Ω, κόψε και κάνε τα κομμάτια τα κορδόνια του κορσέ μουΕίναι λίγα απ' τα πολλά παραδείγματα που μπορεί κανείς ν' αναφέρη.

Γουάι, γουάι! φίου!... Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά. — Καλμέρα σας. Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'ςτο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτον ώμο. — Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;

Άγριοι κ' εμείς σαν δράκοι ετοιμαστήκαμε να παλαίψουμε στήθος προς στήθος με τον Χάρο. Άξαφν' ακούω στην πλώρη στριγγιά τη φωνή του σκοπού και την καμπάνα που εχτύπαε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή και άλλος καμπάνας ήχος ακούστηκε να βγαίνη από το τρισκότιδο. Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα, χίλιες φορές καλότυχος και καλόμοιρος!

Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να σφαλήσουν καλά τ' αμπάρια και να καθήση άγρυπνος ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη ο φανός του Στρόμπολι. — Καλό πνίξιμο! ακούω πίσω μου στριγγιά φωνή. Σπασμοί μ' έπιασαν. Την εγνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή. Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και συντρόφου τόρα στη σκούνα μου.

Και πήγε απάνου στάθηκε στου χαντακιού τον όχτο, 215 παρέκει λίγο απ' το τειχί, μηδέ έσμιγε τους άλλους, τι την ορμήνια 'χε στο νου της μάννας· κι' απ' τον όχτο χούγιαξε ολόρθος στέκοντας, κι' η Αθηνά ως αλάργα έσκουξε, κι' έκοψε η στριγγιά τα ήπατα των Τρώων. 218 Όλους τους έπιασε σπασμόςκι' όλες ξανά οι φοράδες 223 γυρνούν τ' αμάξιατι έβλεπαν μπροστά ανοιχτό τον Άδη.

Γουαί, γουαί! φίου! . . . Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά. — Καλμέρα σας. Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'στο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτόν ώμο. — Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;