Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Και αφού τον παρετήρησεν επί τινας στιγμάς, ως να διέκρινε τώρα πρώτην φοράν ότι ο Τριαμάτης δεν ήτο άνθρωπος, του είπε πάλιν: — Αν ήσουνε και συ Μονώλης, θα σ' άρεσε· μα είσαι μόνο «σκύλος, κακομοίρη! Είντα να σου κάμω 'γώ; Μετά δεκαπέντε ημέρας ετελέσθη το βάπτισμα του θυγατρίου του Μουστοβασίλη, νέου και ευπόρου χωριανού, του οποίου ανάδοχος έγεινε, κατά το σχέδιον του πατρός του, ο Μανώλης.

Μετέχουσα δε των δύο τούτων αισθημάτων και αδημονεί διά τον παράδοξον χαρακτήρα του πάθους, και μη δυναμένη να το εξηγήση λυσσά και πλήρης μανίας δεν δύναται να ησυχάση όπου διαμένει ούτε την νύκτα ούτε εν καιρώ ημέρας, αλλά τρέχει με πόθον όπου ήθελε νομίσει ότι θα ίδη τον έχοντα κάλλος· άμα δε τον ίδη και μεταφέρη ως δι' οχετού εντός της ίμερον, ανοίγει μεν τους τότε συμπεφραγμένους πόρους, λαβούσα δε αναπνοήν παύει από του να κεντάται και να υποφέρη, και καρπούται πάλιν κατά τας στιγμάς ταύτας την γλυκυτάτην αυτήν ηδονήν.

Ολίγας στιγμάς κατόπιν η δούλη επέστρεφεν ακολουθουμένη από τον Κρήτα Τειρεσίαν, τον φύλακα του προθαλάμου. — Λάβε την Ευνίκην, και δώσε της εικοσιπέντε μαστιγώσεις, αλλά χωρίς να βλάψης το δέρμα της, είπεν ο Πετρώνιος.

Επί τινας στιγμάς εσκέφθη να συμπαραλάβη αυτόν εις τας νέας περιπλανήσεις της· αλλ' η ιδιότροπος ζηλεία του πτωχού καλογήρου, τρέφοντος εσκωριασμένην ιδέαν, ότι αι γυναίκες πρέπει να έχωσιν ένα μόνον εραστήν, ως οι όνοι εν μόνον σάγμα και οι λαοί ένα βασιλέα, καθίστα αυτόν σκεύος οχληρόν και δυσμετακόμιστον.

Όλα λοιπόν, είπε καθ' εαυτόν, όλα θα μου έρχωνται ανάποδα! — Και ποίος είναι αυτός σου ο γαμβρός; υπέλαβεν η εξαδέλφη μετά τινας στιγμάς σιωπής, χωρίς να διακόψη την εργασίαν της. — Ο Κύριος Πλατέας. Η εξαδέλφη έπαυσε διά μιας το ράψιμον και ύψωσε προς τον Λιάκον τους οφθαλμούς, πλήρεις φαιδράς εκπλήξεως. — Ο Κύριος Πλατέας! ανέκραξε. Και ήρχισε να γελά, να γελά!

Ο αρχηγός των ξένων είχε σκεφθή επί τινας στιγμάς και κατενόησεν ότι δεν ώφειλε να υποχωρήση. — Λοιπόν, τι κάμνομεν; είπε προς τον Πρωτόγυφτον. — Ό,τι αγαπά ο αφέντης, απήντησεν ούτος. — Όλα τα &μέσα& τα έχομεν, είπεν εκείνος τονίζων την λέξιν. — Χμ . . . έκαμεν ο Πρωτόγυφτος. — Ιδού, εψιθύρισεν ο ξένος. Και έθηκεν εις την παλάμην του Γύφτου υπερμέγεθες βαλάντιον.

Και κατά τας στιγμάς εκείνας του συνέβαινε να μένη ως απολιθωμένος εις αφαίρεσιν, με το βλέμμα προσηλωμένον εις το κενόν, χωρίς να βλέπη και χωρίς ν' ακούη. Και εις την ψυχήν του έσταζε μελαγχολία, παραπλησία προς την νοσταλγίαν, με την διαφοράν ότι η νοσταλγία του νεαρού βοσκού δεν είχεν ωρισμένην διεύθυνσιν. Επόθει το άγνωστον· δεν είχε μάλιστα συνείδησιν ότι επόθι τι.

Εις αυτάς τας στιγμάς, η Φραγκογιαννού είχε λησμονήσει την πρώτην ιδέαν τηςότι ο Θεός ηθέλησε να εισακουσθή η ευχή της και να πνιγή η παιδίσκη. Είτα ευθύς πάλιν ο λογισμός ούτος της επανήλθεν εις τον νουνκαι ακουσίως εγέλασε πικρόν γέλωτα. Εν ριπή οφθαλμού απεφάσισε τι έπρεπε να κάμη. «Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της.

Και κατώρθωσε μεν ο Γιαμβατίστας ν' ακινητήση επί τινας στιγμάς επί του υψηλού αυτού βάθρου, αλλ' αίφνης, ενώ εσταύρωσεν επί του στήθους τας χείρας προς απομίμησιν του Βοναπάρτε, το όλον οικοδόμημα εσείσθη και κατέπεσε μετά φοβερού πατάγου, του οποίου υπερείχεν ο οξύτερος ήχος των συντριβομένων υαλίων.

Ο πίθηκος έφερε σκαμνίον αντικρύ του τοίχου, εκάθισεν επ' αυτού επί των οπισθίων του, ήρχισε να περιστρέφη το βλέμμα επί των προσκεκλημένων, ως να ήθελε να τους επιθεωρήση όλους, και επί τέλους προσήλωσεν αυτό επί τινα, την ωραιοτέραν της ομηγύρεως κυρίαν αφού την εκύτταξεν επί τινας στιγμάς, έλαβε την άκραν της ουράς του μεταξύ των δακτύλων και ήρχισε να περιφέρη αυτήν επάνω εις τον τοίχον και επί τινα ώραν εξηκολούθησε να κυττάζη εναλλάξ το πρότυπόν του και να μεταχειρίζηται ως χρωστήρα την ουράν του.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν