Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Το γράμμα του Σμυρνιού λέει πως στα Χανιά δεν περνούνε καλά με τον Ισμαήλ πασά· είνε κιαυτός χριστιανομάχος σαν το Χουσνή. — Αι! θα φύγη κιαυτός σαν το Χουσνή, είπεν ο Σαϊτονικολής. Θα τόνε στείλουν οι Κρητικοί στο γέρο το διάολο, ως εστείλανε και το Βελή πασά. — Ναι, μαν ο Σουλτάνος δε στέρξη να τον αλλάξη, είντα θα γενή; — Πόλεμος, απήντησεν ο Σαϊτονικολής. Δεν το λένε τα χαρτιά του Τακτικού;
Τότε είδε και ο Μπαρμπαρέζος τον Μανώλην και συνεχάρη τον πατέρα του. — Αφερίμ, κουμπάρε Νικολή. Να τόνε χαίρεσαι το γυιό. Διπλός άντρας κατασταίνεται. — Άντρας ο κύρης, άντρας κι ο γυιός, είπεν ο Σαϊτονικολής γελών. — Εφταΐδιος ο ραμετλής ο κύρης σου, κουμπάρε Νικολή.
Πράγματι δε ο Σαϊτονικολής, δείξας εις τον υιόν του ένα εκ των γερόντων εκείνων, όστις διήρχετο στηριζόμενος επί βακτηρίας, του εψιθύρισε με φωνήν σοβαράν, εις την οποίαν επάλλετο η εκδίκησις: — Θωρείς πώς ήσανε ντυμένοι στα μαύρα οι Χριστιανοί τον καιρό της γιανιτσαριάς, για να μη τση σκοτώνουν οι Τούρκοι;
Εκτός του ψάλτου, το αρχέγονον εκείνο άσμα έτερπε και κάποιον άλλον, τον ημίονον, διότι μόνον κατά τας στιγμάς εκείνας ο Μανώλης ελησμόνει να τον βασανίζη. Αλλά τα βάσανα του ταλαιπώρου ζώου έπαυσαν μόνον όταν ήρχισεν η οικοδομή και ο Σαϊτονικολής επεφόρτισε τον υιόν του να «πουργεύη», να βοηθή δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην.
Και όταν ο πατέρας του έμαθεν από τους κτίστας τας απουσίας του και τον επέπληξε, δεν έγινεν επιμελέστερος. Αλλά και ο Σαϊτονικολής, αντί να επιμείνη, του έστειλε και πάλιν βοηθόν και περιωρίσθη να λέγη ότι όλοι οι βοσκοί είναι τέτοιοι βαρεσάριδες, και άμα τους βγάλης από την βοσκικήν δεν είναι καλοί για τίποτε.
Ο Σαϊτονικολής επρόσεξε και ήκουσε την φωνάραν του Παπαδομάρκου, όστις από υψηλόν δώμα διεκήρυττε τα εξής: «Μωρέ παιδιά! όλοι Τούρκοι και Ρωμιοί να το κατέχετε πως το σαββάτο θα καθαριστούνε τα χαντάκια απού το Μαυρικό ως στην Ποταμίσσα κιόποιος δεν πάη γή δεν πέψη αργάτη θα πλερώνη πρόστιμο!»
— Καλά που δεν εκάθουντονε προς την όξω πόρτα, εψιθύρισεν εκ νέου η Σαϊτονικολίνα προς τον σύζυγόν της, αλλοιώς θάπαιρνε πάλι τα όρη κύστερα τρέχε να τόνε κυνηγάς. Ο Σαϊτονικολής μειδία με την απλότητα της γυναικός του. Μωρέ, δε φεύγει· δεν ήρθ' αυτός για να φύγη. Το πράμμα που τον είχε τραβήξει αυτή τη φορά στο χωριό ήτονε πολύ δυνατό, παντοδύναμο.
Έπειτα ήρχισε να τραγουδή: Το μήλον, όπου κρέμεται εις την γλυκομηλίτσα, ψύγεται, γή μαραίνεται, γή τρων το οι διαβάτες. Έτσα 'νε δα κη κοπελιά σαν έρθη του καιρού τση .. Και ετελείωσε με μίαν επιφώνησιν: — Αι, μωρέ νιότη, και πούσαι! Ο Σαϊτονικολής ήτο ενθουσιασμένος και διότι έβλεπεν επιτυγχάνον το σχέδιον περί εξημερώσεως του υιού του.
Αλλά βέβαια ο γυιός της δεν ήτο για τη θυγατέρα της Ζερβούδαινας, ούτε η Ζερβουδοπούλα για το Μανώλη. — Δεν την αφίνεις την κουζουλή! είπεν ο Σαϊτονικολής. Το δακτυλάκι τση Πηγής δε δίδω να πάρω δέκα από τέτοιο κουζουλόσογο. Μήγαρις είνε και γυναίκα; Ένα 'λιολιό, ένα πράμμα άψητο, απού όποιος τήνε πάρη πρέπει να την αφίνη μέσα στο σπίτι, για να μη τηνε 'δη ο ήλιος κιαρρωστήση. Δε μάςε χρειάζεται.
— Άκουσε, Μανώλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε 'μίλησα με το Θωμά στη στράτα, κεσυβάσθηκε να σου δώση το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψωμε; Ο Μανώλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανή η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανώλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν