Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Ευθύς εμπήκαν με ορμή πρώτος ο δήμαρχος της χώρας, ο ειρηνοδίκης δεύτερος, ύστερα ο γέρω Κοντοπάνης και δύο άλλοι χωραΐτες, εμπήκαν ίσια στην κάμαρα μέσα. Η ανέλπιστη και ορμητική εισβολή αυτή έκαμαν τους ανθρώπους του σπιτιού να τα χάσουν· ο ένοχος είνε φοβισμένος πάντα. Η νύφη εζάρωσε στη γωνιά, ο γαμπρός, σαν είδε τον Κοντοπάνη, έπεσε απάνω σε μια καρέγκλα κ' έρριξε το κεφάλι κάτω.
Σαν περνούσε από το μεγάλο περιβόλι, κοντοστάθηκε και κύτταξε τα ψηλά δένδρα. Τα πόδια του τρέμανε και δεν μπορούσε πια να περπατήση.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, εισερχόμενος. 'Σάν την φωνήν μου φαίνεται του πάτερ Ιωάννου. Καλώς 'τον απ' την Μάντουαν! Τι λέγει ο Ρωμαίος; Αν σ' έδωσε απόκρισιν γραμμένην, δος το γράμμα.
Δεξιά μεριά, κατά τη δύσι, της Κουκουλούς ο Γκρεμνός, αιωνόβιος γρανίτης, τεράστιος, γέρω γίγαντας επιβλητικός με τη στρογγυλή, σαν κρανίο ανθρώπινο, τη φαλακρή κεφαλή του, που ποιός ξέρει πόσους κατακλυσμούς και πόσ' αστροπελέκια επεριφρόνησε και οπού δείχνει, θαρρείς με υπερηφάνεια, σχισμάδες και χάσματα εις τα πολύπαθα πλευρά του σαν της πληγές του της τιμημένες πολεμιστής ακατάβλητος.
Οι γυναίκες κυρίως ήταν γενναιόδωρες και μια γλυκιά σκιά σκέπαζε τα μάτια τους κάθε φορά που ο ψεύτικος όγκος του νεαρού ζητιάνου έκανε την εμφάνισή του πρησμένος και μπλάβος σαν σύκο, ανάμεσα στις πτυχές του ανοιχτού πουκάμισου. Όλες σχεδόν σταματούσαν, έσκυβαν το πρόσωπο και ρωτούσαν.
Πάμ' εδώ κοντά στον τοίχο, πούνε και σκιά κομμάτι, κύτταξε με το 'να μάτι και χωρίς πολύ ν' αργής, σάξου πάλι σαν γυναίκα, όπως ήσουν πριν να βγης. Αλλά να κ' η Στρατηγίνα από εκεί κοντοζυγώνει. Κάνε γρήγορα και βγάλε τα μαλλιά απ' το σαγόνι. Να και τούτες ήσαν έτσι, με φορέματ' ανδρικά, μα τ' αλλάξανε το σχήμα και γίνηκαν θηλυκά.
Ο Δόρκωνας λοιπόν αφού λυπήθηκε, έφυγε γυρεύοντας άλλο δρόμο έρωτα· κι ο Δάφνης σαν να μη φιλήθηκε παρά σαν να δαγκώθηκε, αμέσως έγινε μελαγχολικός και συχνά ένοιωθε κρυάδες και την καρδιά του άκουε να χτυπάει πολύ· κ' ήθελε να βλέπη τη Χλόη κι όταν την έβλεπε γινότανε κατακόκκινος.
Αν κ' εγώ ο ίδιος δεν θαυμάζω, πως δυσπιστείς στην τύχη σου. ΑΔΜΗΤΟΣ Μπορώ να την αγγίξω, να της μιλήσω, ημπορώ σαν νάταν ιδική μου, γυναίκα πάλι ζωντανή; ΗΡΑΚΛΗΣ Μπορείς να της μιλήσης, αφού έχεις ό τι επιθυμείς τόσω πολύ. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω μάτια, και σώμα της γυναίκας μου αγαπημένα, πάλι σας έχω, ενώ δεν ήλπιζα, να σας ιδώ ποτέ μου! ΗΡΑΚΛΗΣ Τα έχεις, είθε απ' τους θεούς κανείς να μη ζηλέψη.
Τον έπαιρνε λοιπόν στην αγκαλιά της, και μέσ' στα χάδια τού λεγε και μέσα στα φιλιά της: «Όταν μεγάλος θα γενής, θα μου πηγαίνης τακτικά» μ' αμάξια σαν τον Μεγακλή, με ρούχα όλ' αρχοντικά». Κ' εγώ του έλεγ' από κει: «Αχ! να σε ιδώ μια μέρα ντυμένον του πατέρα »το αρνιακό, κι' όπως αυτός έτσι και συ τα ίδια »εις του Φελλέα το βουνό να πας να βόσκης γίδια». Όμως, αυτός δεν τάκουσε τα λόγια τα δικά μου, κ' η αλογοαρρώστια του μου τρώει τα χρήματά μου.
Τη Θήβα, επειδή τη βρήκαν καλά τοιχογυρισμένη, και την Αθήνα πάλι, επειδή φαίνεται πως οι κάτοικοι της είχαν την γνώση και τον πιάσανε με το καλό· όμως αναφέρθηκε κι άλλος λόγος, πως μπαίνοντας δηλαδή ο Αλαρίχος αγνάντεψε στα τειχίσματα την Αθηνά αρματωμένη καθώς φαινότανε στ' αγάλματα, και τον Αχιλλέα καταπώς τον παρασταίνει ο Όμηρος σαν πολεμούσε τους Τρωαδίτες, και πως φοβηθέντας έστειλε κήρυκα και ζήτησε ειρήνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν