Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Να ιδώ παιδιά, να ιδώ παιδιά το φλάμπουρο κ' εγώ Της λευθεριάς ολούθεν να λάμψη να χαρώ. Βουνά 'ψηλά, βουνά 'ψηλά, λαγκάδια και βυθούς Πηδάτε, απερνάτε, φονεύστε τους εχθρούς. Ποτάμια το αίμα των τυράννων ας τρέξη Την γην μας ας βρέξη, χωρίς πόνον καρδιάς. Ο Μαρτελάος μετήρχετο τον διδάσκαλον της ελληνικής και της φιλοσοφίας επιτυχώς.

Δεν το αγροίκησε χωρίς πόνον η γυναίκα μου, ότι εγώ έμελλα να κάνω ένα τέτοιον μακρυνόν ταξείδιον· εκαταπείσθη τέλος πάντων εις τα δικαιολογήματά μου, με τες ελπίδες που έμελλα να γυρίσω φορτωμένος από πλούτη εις την Μπάσραν, και ότι υστερώτερα θα ήθελον απεράσει με αυτήν ευτυχώς δίχως να λάβω άλλην χρείαν να ταξειδεύσω.

Πλην μέσα της με ακουσίαν ειρωνείαν ίσως θα εψιθύρισε με όλον τον δεινόν πόνον και την αγωνίαν ην ησθάνετο· «Εσύ ξέρεις». — Τι κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπεν ημερώτερος ο πρώτος χωροφύλαξ. Μη σ' εχτύπησε τίποτα; Η Αμέρσα ανένευσε. — Τ' είχε και σε χάλευε; . . . Γύρευε να σε μαχαιρώση; — Γιατί φώναξες! προσέθηκεν ο δεύτερος. Η Αμέρσα απήντησεν εις την ερώτησιν του πρώτου χωροφύλακος. — Όχι!

Ταλμούχ, του απεκρίθηκα, είναι το όνομά μου, και είκοσι δύο χρόνων είναι η ηλικία μου· μου έκαμε και άλλες πολλές εξέτασες, και του απεκρίθηκα εις εύμορφον τρόπον. Ταλμούχ, εξαναείπεν αυτός, εγώ γροικώ κάποιον πόνον διά τα όσα σου εσυνέβηκαν, όθεν θέλω να σου είμαι εις τόπον πατρός σου.

Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση επάνωθέν μας.

Έπειτα του εδιηγήθηκα την τρισαθλίαν ιστορίαν μου· ο οποίος έλαβε μεγάλον πόνον, μα εφοβήθη υστερότερα μήπως και ο Σουλτάνος της Αιγύπτου τον ήθελε ξεσκεπάσει πως αυτός μου εφύλαξε την ζωήν· και έτσι υποπτεύοντας να μη χάση την ζωήν του, και διά να φυλάξη και την εδικήν μου, αποφάσισε και με επούλησε σκλάβαν εις ένα πραγματευτήν από σκλάβες, που τότε εμίσευε διά το Μπαγδάτι, ο οποίος φέρνοντάς με εδώ με επούλησε της βασιλίσσης Ζομπαΐδας.

Από τα μάτια μου σταλάζει δάκρυ και η ψυχή μου πόνον έχει πάρη απ' τους ανθρώπους και απ' τους αθανάτους, που αχάριστους θα τους αποδείξω, προδότες της συζυγικής αγάπης.

Βλέπουσα κύπτον επ' αυτήν εις το γλυκύ φως το πρόσωπον του Βινικίου, εφαντάσθη ότι δεν ευρίσκετο πλέον εις τον κόσμον τον εδώ. Αφού δεν ησθάνετο κανένα πόνον, εμειδίασεν εις τον Βινίκιον και ηθέλησε να ζητήση πληροφορίας, αλλά τα χείλη της εξέφεραν ψίθυρον σχεδόν ακατάληπτον, εις το οποίον ο Βινίκιος διέκρινε μόνον το όνομά του.

Φεύγω, επειδή το θέλεις, είπε μετ' ολίγον εκείνος εγερθείς, αλλά δεν θ' απομακρυνθώ, δεν ημπορώ ν' απομακρυνθώ. Και επρόσθεσε, συμπλέκων τας χείρας και με φωνήν εκφράζουσαν υπέρτατον πόνον: — Μήπως το θέλω; σε αγαπώ τόσον . . . Τω έδειξεν επιτακτικώς την θύραν! Εκείνος τότε, βραδέως οπισθοχωρών, αφήκε την αίθουσαν και απήλθε της οικίας περίλυπος.

Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς — «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν» — ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά. Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν