Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Τας λέξεις του άσματος δεν ηδυνήθη να νοήση, και το μέλος επί μακρόν χρόνον προσεπάθει ακολούθως να ανασχηματίση εν εαυτώ, αλλ' υπήρξεν αδύνατον. Ήτο ουρανία φωνή άδουσα εξαίσιον μέλος, συνοδευομένη υπό θαυμασίων οργάνων. Κατά μικρόν ο ήχος προσήγγιζε. Τότε ηκούσθησαν βήματα αντηχούντα.
Βαθμηδόν όμως τα σκότη επυκνώθησαν, οι κλώνες των δένδρων συνεχύθησαν εις μελανόν και άμορφον όγκον, το δε βλέμμα της Ψυχής ουδέν κατώρθονε πλέον να διακρίνη, όσον και αν προσεπάθει να διαπεράση τον καταπετασθέντα ενώπιόν της πέπλον της νυκτός.
Αλλ' εις μάτην. — Κατάρα! έκραξεν ο νομιζόμενος Μάχτος, και ήτο η πρώτη φορά καθ' ην εξέφερε φωνήν χωρίς να μεταπλάση ή να παραποιήση αυτήν. — Δεν ομοιάζει με την φωνήν του Μάχτου! εσκέφθη η Αϊμά. Αλλ' όμως εξηκολούθει να πιστεύη ότι ήτο ο Μάχτος. Ο άγνωστος ελύσσα. Προσεπάθει εις μάτην να συντρίψη το κλείθρον εκείνο. — Τώρα, είπε, τώρα τι να κάμω;
Ο Μάχτος την κατησπάζετο, την περιεπτύσσετο και ήτο ευτυχής εν τω μέσω της καταστροφής ταύτης, ευτυχής εν τω σκότει, ευτυχής εν τη θεομηνία, ευτυχής εν τη απογνώσει. Συγχρόνως δε προσεπάθει να ανεγείρη αυτήν και την μεταφέρη εις το ύπαιθρον.
Ήκουε μακρόθεν, του εφαίνετο, την χαράν, την ψαλμωδίαν, ησθάνετο εκ των ραγάδων φως, ως της Αναστάσεως φως, και τότε καταπνίγων τον πόνον προσεπάθει να ψάλη, πλην εις μάτην, ότε τέλος ανοίγει η θύρα και έξαλλος βλέπει ο μπάρμπα-Κώστας τα άγιον φως, την λαμπάδα του Πάσχα.
Η θεια-Αννούσα, πάντοτε καθαρά και πάντοτε άμεμπτος, θέλουσα ιδιαιτέρως να περιποιηθή τον Λαλεμήτρον — αν και ήτο πειραγμένη μαζί του, διότι ηρνείτο τελείως ότι είχεν υπάγει ποτέ εις τον Άγιον Διονύσιον — προσεπάθει να ετοιμάση καφέ, εξαγαγούσα, από το καλαθάκι της, έν λαμποκοπούν καμινέτο.
Ήκουσε μόνον θρουν σειομένων φύλλων, και ενόμισεν ότι τούτο επροξένει το βήμα του κυνός. Ο τοιχοβάτης εσκέφθη ότι, αν κατέβαινε, θα ήτο ίσως χειρότερον, και προσεπάθει να κολλήση επί του τοίχου, όπως μη τον ίδωσιν, αν ήσαν άνθρωποι. Αλλά την στιγμήν εκείνην ο κύων επλησίασεν, υλακτών θορυβωδώς, εις τον τοίχον. Ο άνθρωπος εκείνος εφοβήθη τότε πολύ.
Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων μετά φαιδρότητος. — Άιντε τώρα 'ς τον φούρνο, Κρατήρα! — Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση. — Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος.
Φοβηθέντες ούτοι μήπως σταλούν εις Αθήνας κατέφυγαν εις το ιερόν των Διοσκούρων, αλλ' ο Νικόστρατος ανεγείρων αυτούς προσεπάθει να τους ενθαρρύνη.
Προσεπάθει δι' ατόλμων και επιμόνων σημείων και νευμάτων να ελκύση την προσοχήν της, όπως τον ίδη και τω αποδώση τον χαιρετισμόν. Αλλ' η Αϊμά δεν έβλεπε προς αυτόν. Η προσοχή της ήτο εις τα κύματα και εφαίνετο αναμετρούσα μετά τρόμου το πέλαγος, όπερ έμελλε να διαπλεύση. Το πλοίον απήρε. Τότε ο Μάχτος δεν εδίστασεν, αλλ' ερρίφθη εις τα κύματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν