Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Εις τας συμφοράς οι ολιγώτερον λυπούμενοι και ενεργητικώτερον ανθιστάμενοι, λαοί ή ιδιώται, αυτοί είναι οι ισχυρότεροι μεταξύ πάντων». Τοιαύτα λέγων ο Περικλής προσεπάθει και την κατ' αυτού οργήν να παραλύση και να στρέψη την σκέψιν των από των παρόντων κακών.
Η Αϊμά κρυόνουσα, εκάθισε παρά τον τοίχον, και συνεστάλη, ο δε Σκούντας προσεπάθει νανοίξη την θύραν.
Ξέστρηψα με κόπο την κάνουλα της βρύσης. Ω! συφορά μου! το νερό είχε κοπή. Σηκώνουμαι, σέρνουμαι ακόμα παραπέρα... Δεν θυμάμαι αν είχα πάρει μαζί μου το κορίτσι μου από την κούνια...» Εδώ η αφηγουμένη διεκόπη, και προσεπάθει ν' αναπολήση. Είτα επανέλαβε· «Ναι... όχι, δεν το πήρα μαζί μου... Είχα βγη έξω για προσωρινά.
Οι τέσσαρες άνδρες εξελθόντες εις την ατραπόν, έστησαν προς στιγμήν, ως διστάζοντες, αλλά μάλλον διότι ο είς τούτων, ο φαινόμενος ως αρχηγός, προσεπάθει να διακρίνη τα μέρη ως άνθρωπος θέλων ν' αναμνησθή παλαιάν γνωριμίαν.
Πράγματι προσεπάθει να συνειθίση τους μαθητάς του εις την διαχείρισιν χρημάτων , και ώθει αυτούς εις πρωτοτύπους φιλολογικάς εργασίας.
Ο Iωνάθαν ανοίγουν υπερμέτρως τους μικρούς του οφθαλμούς, προσεπάθει ως γελωτοποιός να γελάση. Ουδέν ανοητότερον από την αξίωσιν ότι το σώμα ανήκει εις την αιώνιον ζωήν. Αλλ' ο Αΰλος είχε κύψει εις το άκρον του τρικλινίου, με το μέτωπον κάθιδρον, το πρόσωπον πράσινον και τας παλάμας επί του στομάχου. Οι Σαδουχαίοι προσεποιούντο ότι είχον συγκινηθεί πολύ.
Τότε ο μεν ναυτικός στρατός των Αθηναίων, ο οποίος δεν συνελήφθη εις την θάλασσαν, έπεσεν επί της παραλίας και προσεπάθει διά διαφόρων διευθύνσεων να φθάση εις το στρατόπεδον· ο δε πεζός στρατός, παύσας να αισθάνεται διαφόρους συγκινήσεις με μίαν ορμήν πλέον ήρχισε να στενάζη και να οδύρεται.
Και σηκώσας το τσιμπούκι του μετά πόνου: — Παληομάγισσαις! εκραύγαζε· και προσεπάθει να κτυπήση την γραίαν, τραυλίζουσαν και απομακρυνομένην. — Ανόμαχτε! Ανόμαχτε! Ως και το παιδί σου εμάγεψες; — Τι είπες; Τι είπες;
Και όταν πλέον εγλυκολάλουν επάνω εις τον κόσμον οι κώδωνες των ναών, και από τον φεγγίτην έλαμπον φαεινά τα φώτα της Αναστάσεως, εις μάτην προσεπάθει τότε να εγερθή ο κυρ- Μιχάλης, ν' ακούση και αυτός το Χριστός Ανέστη εις τον γειτονικόν του ναόν, ν' ανάψη και αυτός την λαμπάδα του.
Ήδη, Μάρκε, ήδη απέρχομαι προς Αυτόν, αλλά σε αγαπώ και θα σε αγαπώ πάντοτε. Εσιώπησε διά να εισπνεύση ολίγον αέρα, έπειτα έλαβε την χείρα του Βινικίου και την ύψωσε μέχρι των χειλέων της. Ο Βινίκιος κατέστη κύριος εαυτού, έπνιξε τον πόνον του και ωμίλησε με φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση ατάραχον, θέλων να την παρηγορήση: — Όχι, αγαπητή μου, δεν θα αποθάνης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν