United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτος δε, ως εισήλθε, παρά πάσαν την ταπεινότητα του ήθους αυτού, το πρώτον βλέμμα διηύθυνε προς τα επιπροσθούντα παραπετάσματα, και ματαίως προσεπάθει να διίδη διά του πυκνού υφάσματος τι έκρυπτον ταύτα. Ο Πλήθων ηγέρθη και έδειξεν έδραν προς τον επισκέπτην. Αντήλλαξαν δε τότε και οι δύο ούτοι άνδρες βλέμμα απερίγραπτον. Καλώς ήλθες, είπε μετά βεβιασμένης προθυμίας ο Πλήθων.

Τέλος, εάν συνέβαινε δυστύχημά τι, θα εδείκνυε τόσην μετάνοιαν, θα παρεκάλει τόσον πολύ τον Αμνόν τον άκακον . . ώστε ο Αμνός ο εσταυρωμένος θα ηλέει ένα δυστυχή . . . Δεν ήθελε να παραβή τας εντολάς του . . . Τέλος θα προσεπάθει να συμμορφωθή με τας διαταγάς της κυρίας του.

Μετά μικρόν εισήλθον εις την αίθουσαν των ξένων πάντες οι μοναχοί με τα πρόσωπα αυτών τα ωχρά και τα βλέμματα τα απλανή πλην περίεργα και τους πώγωνας τους μακρούς. Ο αρχηγός εξήγαγεν ήδη ογκώδη φάκελλον, ον προσεπάθει ν' ανοίξη, οι δε μοναχοί προσήγγιζον εν κύκλω διά ν' ακούσωσιν. Ήτο εκεί ο κηπουρός με τον μικρόν σκαλιστήρα, διακόψας την εργασίαν του.

Η Σμάλτω τότε, έξαλλος, ήνοιγεν υπερμέτρως τους οφθαλμούς, έτεινε τα ώτα αχόρταστος και προσεπάθει να δεχθή εν εαυτή τους ήχους εκείνους όλους και βαθμηδόν βαθμηδόν ανεδίπλου το σώμα, επιθυμούσα να εναγκαλισθή ούτως ειπείν την φύσιν, να την ενστερνισθή, παραδιδομένη εις την επήρειάν της ασυνειδήτως, όπως παραδίδεται τις εις τον έρωτα.

Ο καπετάν Λιμπέριος επάνω εις τον ύπνον του, εξαφνισθείς από τας αγρίας πνοάς του χειμερινού νότου εκείνου, κατέβη αμέσως εις τον λιμένα και εις ένα βράχον επάνω θαλασσωμένος, ξεσκούφωτος, και με τα άσπρο του εσώβρακον, σαν ο βρυκόλακας του λιμανιού, προσεπάθει να διασώση το ωραίον πλοιάριον, το οποίον παρασυρθέν είχε διπλαρώσει επάνω εις την βραχώδη ακτήν του λιμένος.

Ούτος αν και ηγάπα τον νέον όχι ολιγώτερον από κάθε άλλον, είχε πείσει αυτόν ότι δεν τον αγαπά· και κάποτε ζητών την εύνοιάν του προσεπάθει να τον πείση τούτο ακριβώς, ότι πρέπει να χαρίζεται εις τον μη ερώντα μάλλον παρά εις τον ερώντα και του εξήγει ως εξής τους λόγους.

Ο φόβος μη καή αυτός, ο τρόμος μη πυρποληθή το πλοίον κατέβαλον αίφνης την έξαψίν του, κ' ενώ μετ' αγώνος υπερανθρώπου προσεπάθει να περιστείλη τας φλόγας, κλείων από το επάνω μέρος την θερμάστραν, αισχυνόμενος και να φωνάξη, κατέπεσεν επί της εγγύς καθέδρας του, εν ατονία βλέπων τας τελευταίας αναλαμπάς της φλογός.

Ο Σπύρος, ένας υψηλός και γεροντώδης άνθρωπος, με πρόσωπον μαλακόν ως προζύμιον και με χείρας πλαδαράς ωσαύτως, προσεπάθει αγωνιών, ιδρόνων, ζαλισμένος, να τακτοποιήση τα επί της τραπέζης του συσσωρευμένα παίγνια και αθύρματα, με αδέξιον όλως τρόπον, και με ύφος απαρεσκείας, ως να έλεγε μέσα του: — Τι τρελλός που είνε αυτός ο κόσμος!

Ο Χριστοδουλής επέστρεψεν εις τον καλαμώνα του, όπου ο μπάρμπα-Κωνσταντής, αιωνία η μνήμη του, ο Μιτζέλος, από του λευκού του οικίσκου του γειτονεύοντος με τον καλαμώνα, είχεν ιδεί το συμβεβηκός, και καλέσας τον νέον, όστις γυμνωθείς προσεπάθει να στεγνώση τα ενδύματά του επί βράχου καίοντος ακόμη από το καύμα του άρτι δύσαντος ηλίου, του έδωκεν αυτός ενδύματα να φορέση.

Αλλ' ενώ προσεπάθει να το αποκρεμάση, μετεκίνησε τυχαίως την δοκόν την επί του τοίχου στηριζομένην και κατέπεσε πρώτον λίθος τις από του παλαιοτοίχου και είτα παλαιόν δοχείον μικρόν εκ λευκοσιδήρου, όπερ εν τη πτώσει του ήνοιξεν εσκωριασμένον ως ήτο, και εξεχύθησαν επί του κλινιδίου χρυσά φλωρία στιλπνά και λάμποντα ζωηρώς υπό το αμυδρόν του λυχναρίου φως. — Μάννα λέω!