Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Εκείνοι που επήγαν γυρεύοντάς το δεν εδευτέρωσαν τον σκοπό τους. Έχει, σου λέγουν, κατιτί πλάνο κ' επίβουλο και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλυστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που παραλεί το σώμα με το πρώτο αντίκρυσμα. Το ξανθό βασιλόπουλο μάταια ζητεί ν' αγκαλιάση την ποθητή του! Εγώ από μικρός που το άκουα μ' έπιανε κάποιο αίσθημα παράξενο.
Και κάτω το νερό δέρνεται και φουσκώνει, αφρίζει και μανίζει έχθρας του εαυτού του, μίσος και χλεύη του. Ο ναύτης μάταια προσπαθεί να κρατήση γραμμή στη σκάφη του. Ξεσχίζονται τ' απάνω πανιά και φεύγουν ανεμοπαρμένα πούπουλα περαδώθε. Πλάνο το κύμα αντί να σπρώξη δεξιά το τρεχαντήρι αριστερά το πλαγιάζει, το παραδίνει στ' ανοιχτά. Το ναυτόπουλο αρχίζει πάλι τα κλάυματα.
Είχε και μάτι δυνατό που ημπορούσε τριών ημερών πούλια να διακρίνη. Ώστε δεν είχαμε φόβο και αρχίσαμε πάλι τον τρελόν αγώνα. Μα το πουλί το πλάνο δεν είχε σκοπό να πάψη το παιγνίδι του.
Άλλαζα καρδιοστάλλαχτες ευχές με τους διαβάτες συντοπίτες μου. Δεν εκύταζα πλέον τον ουρανό, δεν εξέταζα του φεγγαριού τη θέσι, το τρεμολάμπημα των άστρων, του ανέμου το φύσημα, της πούλιας την ανατολή. Και όταν αργά στης γυναίκας μου άραζα την αγκαλιά ποιος κόρφος και ποιο λιμάνι πλάνο ημπορούσε να χαρίση την ευτυχία μου! Έτσι επέρασεν ο δεύτερος χρόνος κ' εμπήκαμε στον τρίτον.
Η τρίχες όσο βρέχουνται το σώμα του βαραίνει, Και ήταν κοντά να νεκροθή, που αυτά τα λόγια κρένει. 200 » Μ' αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμομα, μη ελπίσης » Τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν' απατήσης. » Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις, » Κιαπέ στα βάθη του νερού μ' οχτροπαθιά με ρίχνεις. » Δεν ήσουν άξιος να βαλθής μ' εμένα να μαλόσης, 205 » Σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιαίς να σώσης. » Μον σαν ανάξιος και άναντρος, με δόλο και με πλάνο, » Να με φονέψης, μ' έσυρες στη λίμνην αποπάνω. » Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός. το άδικο δε στρέγει· » Και ξεπλερόνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει. 210 » Δε μένεις ατιμώρητος· απαίδευτος δε μνήσκεις, » Και οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις.
Παλιές αγάπες, τη θολή την ώρα αυτή ως περνάτε και τρεμοφέγγετε στο φως λουσμένες το απαλό, βαθιούς απόμακρους αχούς σβησμένους μου ξυπνάτε, σαν τους που στέλνει η θάλασσα σε απάνεμο γιαλό. Μια σα θλιμμένη Παναγιά περνά χλομή· μια πλάνο, λαύρο σκορπά το γέλιο της και χύνεται φωτιά, άλλη αεράκι αργογλιστρά πρωινό στη χλόη απάνω, μιας άλλης χύνει αντάριασμα και τρικυμιά η ματιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν