Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Η Αροούγια εχαμογέλασεν επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά του, και να σταθή με ελευθερίαν.
Εγύρεψε πάλιν διά να του φέρουν και άλλα διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη υποφέροντάς την αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς επήρε ένα ξύλον διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον επρόλαβε, και πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με τους όνυχάς του.
Η Ασημίνα, σφίγγοντας το κεφάλι της με τα δυο της τα χέρια, σαν νάθελε να κρατήση τα συλλογικά της, προχώρησε κατά το κρεββάτι του αντρός της, κάθησε δίπλα του στο σκαμνί κι' ακούμπησε το πρόσωπό της απάνω στα γόνατα του, πιάνοντάς του το χέρι. Εκείνος της το τράβηξε απρόσεχτα. Ύστερα ανασηκώνοντας το κεφάλι και κυττάζοντας τον άντρα της με μια σβυσμένη ματιά, αναστέναξε.
Ο Έφις χαμογελούσε. «Έλα», του είπε, πιάνοντάς τον από το χέρι, και αφού περπάτησαν λίγο: «ακούς;» Ο τυφλός άκουγε τη φωνή του άλλου συντρόφου που εκεί, μπροστά τους, ζητούσε ελεημοσύνη. «Τώρα δεν θα κάνετε όπως την άλλη φορά», είπε ο Έφις. «Εάν τσακωθείτε και σας συλλάβουν, εγώ νίπτω τας χείρας.»
Δεν θέλω ν' απαιτήσω από καλούς χριστιανούς να θάψουν τα σώματά τους στο πλάι ενός δυστυχισμένου. Αχ, ήθελα να με θάψετε στο δρόμο, ή σε έρημη κοιλάδα! Ο ιερεύς και ο Λευίτης θα αντιπαρήρχοντο μπρος από την πέτρα που θάδειχνε τον τάφο μου, και ο Σαμαρείτης θα έχυνε ένα δάκρυ. »Κύτταξε, Καρολίνα! Δεν φρικιώ πιάνοντας το ψυχρό τρομερό ποτήρι που θα πιω τη ζάλη του θανάτου!
Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά να με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου, και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν.
Και να τος πράγματι ο Τζατσίντο που έρχεται βιαστικός, ξεσκούφωτος, με τα μαλλιά του και τα ρούχα άσπρα από το αλεύρι. Κάποιος είχε πάει να τον ειδοποιήσει για τον ερχομό του υπηρέτη. «Τι γυρεύεις εδώ πάνω;», τον ρώτησε, πιάνοντας τον από τα μπράτσα και ταρακουνώντας τον.
Μην παραξενεύεσαι· είπε τρυφερά αφίνοντας την αξίνα και πιάνοντάς την από το χέρι. Μήπως εδώ σ' αυτήν τη θέση, δε μου είπες άλλοτες εκείνη τη συμβουλή. — Ποια συμβουλή ; τον ρώτησε η κόρη ψάχνοντας το νου της. — Εκείνη την προγονική μας· πως την είπες ; ξέχασα τα λόγια τώρα. Ξέχασα τα λόγια, μα θυμάμε καλά το νόημα τους. Τόχω σφιχτοκλεισμένο στην ψυχή μου και θέλω να το κάμω αλήθεια.
Ήταν η τιμωρία του Θεού που βάραινε επάνω του. Τότε άρχισε αργά αργά να μιλάει , πιάνοντας τον ποδόγυρο της φούστας της Νοέμι και δεν καταλάβαινε καλά καλά τι έλεγε, θα πρέπει όμως να μην ήταν και πολύ πειστικός επειδή η γυναίκα συνέχιζε το ράψιμο και δεν απαντούσε, ήρεμη πάλι με ένα διφορούμενο χαμόγελο στα χείλη.
Η Ζεμπρούδα δεν έλειπε καθημερινώς να έρχεται να με βλέπη και να χαίρεται, και τέλος πάντων επιθυμώντας διά να με έχη εις την εξουσίαν της, επρόσταξε τους κυνηγούς διά να κάμουν κάθε τρόπον να με πιάσουν. Εγώ αυτοθελήτως εμπήκα εις τα βρόχια, και πιάνοντάς με μέ έφεραν εις την Ζεμπούδαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν