Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Κάθησε, συλλογίστηκε λιγάκι, σαν να πετούσε ο νους της στα περασμένα, αναστέναξε και άρχισε το παραμύθι, όπως πάντα. — Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας. Στριμωχθήκαμε όλοι γύρω της κ' εγώ ακούμπησα σαν πάντα στα γόνατά της και την κύτταζα στα μάτια. — Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε μια μεγάλη βασίλισσα... — Την είδες με τα μάτια σου, γιαγιά;.. — Την είδα, παιδάκια μου.

Σε μερικά διατηρούνταν ακόμα οι βαφές που τους είχε βάλη ο τεχνίτης. Άλλα έδειχναν μ' αναγέλασμα τις πληγές που τους έδωκε σε περασμένα χρόνια ο βάρβαρος καταχτητής· άλλα κρατούσαν απαράλλαχτο το χαμόγελο και τη χαρά του καιρού τους. Μάλιστα κάτι γυναίκεια κεφάλια είχαν τόση γαλήνη στο πρόσωπο και το βλέμμα τους, που έλεγες πως ήταν σημερνές νυφάδες.

Εις την λατρεία του παιδιού μας θα εξεχνούσαμεν κι οι δύω όλα τα περασμένα βάσανα. Κ ώ σ τ α ς. Λοιπόν, Μαρία μου. Μ α ρ ί α. Ω! θεέ μου! Αν έλειπε από τη ζωή σου, η συμφορά και η εντροπή εκείνη! Μα τώρα ο Παύλος είν' ανηλεής, αμείλικτος εις κάθε ζήτημα τιμής.... Και το παιδί αυτό αν μάθη πώς εσύ είσαι ο πατέρας του, θα μάθη άφευκτα και το τελευταίο σκάνδαλο της ζωής σου.

Ο μικρός οικίσκος, μία επάνοδος εις το παρελθόν, μία οπή διά της οποίας έβλεπέ τις τα περασμένα ως εις πανόραμα, ζωντανή ανάμνησις μέσα εις την τέφραν της λήθης, ορθή σκοπιά μεταξύ κοιμωμένων σωμάτων, έκειτο πλησίον εις τον σωζόμενον τότε ωραίον ναΐσκον της Παναγίας της Μεγαλομμάτας, πέριξ του οποίου υπήρχον και δύο ή τρεις οικίαι ακόμη διατηρούμεναι, από άλλας γυναίκας, ζηλωτρίας του παρελθόντος.

Σήμερον η φωνή της ήτο λυπημένη και το λάλημά της μελαγχολικόν. Είχε δίκαιον η πτωχή κίχλα να είναι λυπημένη! Την είχαν πιάσει χθες, και τώρα ήτο κρεμασμένη εις έν κλουβί έξω από το παράθυρον. Και εκελαδούσε τώρα και έκλαιε τα περασμένα, την ελευθερίαν της, τα πράσινα χωράφια, την ανθισμένην γην και το ελεύθερόν της πέταγμα εις τον ουρανόν!

Η χλιάδα του ατμού και η μυρουδιά του σαπουνιού και του σώματος του γεμίζανε το λουτήρα. Σα σε όνειρο περνούσανε μπροστά του τα περασμένα., Η αρχαία θρησκεία των Ελλήνων και των Ρωμαίων ξαναζούσε μέσα του και έστηνε βωμούς. Η ωραία αυτή ειδωλολατρεία, έλεγε, βγήκεν ασφαλώς από το νερό, και μάλιστα από τους μαρμάρινους λουτήρες των Ομηρικών ηρώων.

Παρά να γείνη τούτο, έλα ω Τύχη, πρόβαλε καλλίτερα εμπρός μου, να πολεμήσωμεν μαζί, όσον ζωή μου μένει!... Ποιος είν' εκεί; ΜΑΚΒΕΘ Πήγαινε συ· περίμενετην θύραν ως που να κράξω. Χθες με σας δεν ήτο που τα είπα; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Μάλιστ', αυθέντα μου. ΜΑΚΒΕΘ Λοιπόν, 'σκεφθήκετ' όσα είπα; Εκείνος σας κατέτρεξε τα περασμένα χρόνια, εκείνος, να το 'ξεύρετε· όχι εγώ ποτέ μου, καθώς το ενομίζετε!

Τότε έτσι αφτός τους έσωσε απ' το χαμό, ξεχνώντας τα περασμένα. Όμως αφτοί δεν τούδωκαν πια δώρα, τόσα που τούπαν κι' όμορφα· τους έσωσε όμως κι' έτσι. Μα τώρα εσύμη γένοιτο! — μη βάλεις μες στο νου σου, 600 παιδί μου, τέτια απόφαση· τι τάχα θα φελέσει, όταν τα πλοία καίγουνται αν βγεις ναν τα βοηθήσεις; Μον σύρε, κι' όλοι σα θεό θα σε τιμούν κατόπι603

Άρχισαν αμέσως αυτοί και του μιλούσανε για τα περασμένα, τα μεγαλεία. Θυμώνει ο Σύλλας, και τους διώχνει λέγοντας πως δεν ήρθε στην Ελλάδα να μάθη την αρχαία ιστορία, παρά να πολεμήση τους όσους του αντιστέκουνται. Φτάνει στ' αυτιά του Σύλλα ο λόγος, κι αρχινάει αμέσως το κακό. Με γυμνά σπαθιά και με τρομαχτικά ξεφωνήματα πηδήξανε μέσα στην πόλη οι λυσσαγμένοι οι Ρωμαίοι.

Του κάκου ζητήσαμε, ας είταν και μια φορά, τον ηρωισμό, την αρετή, το κατιτίς εκείνο που τον έκαμνε τρομερό τον Ελληνισμό και στα περασμένα, μα και πολύ κατόπι, όταν κακό μεγάλο τη φοβέριζε την Ελλάδα. Κι ο λόγος πια τώρα δε φαίνεται δυσκολοξήγητος.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν