United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ασημήνα έρρηξε μίαν κραυγήν, είτα μετά την συστολήν του νεκρού απηγόρευσε τα μοιρολόγια. Είχαν χαράν εις την φαμελιάν της, και το σπίτι της νεονύμφου ήτον εκατόν βήματα παρέκει αντικρύ εκεί. Δεν ήρμοζε ν' αμαυρωθή με θρήνους η πρώτη ημέρα του γάμου της θυγατρός της.

Ένα καράβι εδώ εμάζωνε την άγκυρα· παρέκει άλλο έρριχνε και τη σπεράντσα· άλλο εκατέβαζε τις σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, εκεί τα βαπόρια εκάπνιζαν. Επλάκωνε νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ετοιμαζόταν να τον αντικρούση με όλα του τα σύνεργα. Και αλήθεια σε λίγο επλάκωσεν ο εχθρός.

Ομπρός! στη μάχη, — τι είναι χριάκαι λαβωμένοι ας πάμε! Και τότε εκεί δε μπαίνουμε στους χτύπους, μον παρέκει στέκουμε εμείς, μη φάει πληγή πας σε πληγή κανείς μας· 130 μα άλλους εκεί προστάζουμε να παν ομπρός, π' ως τώρα έτσι αγαπούν και τόρηξαν απ' οκνηρία όξω κι' όξωΈτσι είπε, κι' όλοι πείστηκαν στο γνωστικό του λόγο, και ξεκινούν, κι' ομπρός ομπρός περπάταε ο γιος τ' Ατρέα.

Παρέκει εκοιμώντο ομού επί ενός κυλιμίου τα δύο μικρά εγγονάκια της γραίας με της κοκώνες εις την αγκαλιά, ενώ ένθεν και ένθεν των παιδιών έκειντο δύο ζεύγη υποδημάτων εκ πρασίνου αιγός δέρματος, καινουργή, συνδεδεμένα διά του σχοινίου ακόμη, δώρα του νεοελθόντος ναύτου.

Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος σ' ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός, αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός. «Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότηπαράδειγμα λαέ, να σου γενήπου τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη νάρθη να σου μολύνη την ψυχή,

Ολίγον παρέκει μεσίται δυο συνωμίλουν ταπεινή τη φωνή, προσπαθούντεςκωμικώτατον φαινόμενοννα απατήσωσιν αλλήλους. Αμφότεροι ήθελον να πωλήσωσι, και αμφότεροι προσεποιούντο ότι ήσαν αγορασταί. Τέλος επείσθησαν ότι μάτην εκοπίων, και απεχωρίσθησαν ψιθυρίζοντες, ο μεν: — Δεν γεληέται, ο διάβολος!, ο δεΚαι ούτος με το ίδιον αέρα αρμενίζει.

Λίγο παρέκει, σ' ένα ξώχωρο της Καρχηδόνας, το Δέκιμο, ανταμώνουνε μεγάλο στρατό σταλμένο καταπάνω τους από το Γελιμέρο μ' αρχηγό τον αδερφό του τον Αμάττα. Το σκέδιο τους είταν, ο ανιψιός του Γελιμέρου ο Γιβαμούνδος, με δυο χιλιάδες καβάλλα να χτυπήση το Βελισάριο από τα ζερβά· ο ίδιος πάλι ο Γελιμέρος, ξεφυτρώνοντας άξαφνα από τα πισινά του να τονέ χτυπήση αποκείθε και να τονέ σπάση.

Δεν επεζήτουν νέας επί της Χίου συγκινήσεις, επεθύμουν μόνον να εκτελέσω τον σκοπόν μου και να φύγω όσον τάχιον. Δεν ήθελα να βλέπω την καταστροφήν της πατρίδος μου, ούτε Τούρκους να βλέπω ήθελα. Ο Παντελής εκάθητο πλησίον μου τρώγων το λιτόν πρόγευμά του, ο δε όνος του παρέκει κατεγίνετο εις εύρεσιν τροφής μεταξύ των ολίγων επί της πετρώδους κορυφής θάμνων.

Δυσκολώτατον είνε να το αντιληφθή τις καθαρώς, και αδύνατον να το σημειώση στενογράφος. Εδώ μιας φράσεως αρχή, και εκεί το τέλος άλλης. Εδώ ερώτησις μένουσα χωρίς απάντησιν, διότι δεν ηκούσθη, και εκεί απάντησις εις ερώτησιν μη γενομένην. Εδώ επιφωνήματα θαυμασμού προς ευφυολογίαν την οποίαν κανείς δεν εννόησε, και παρέκει διήγησις την οποίαν κανείς δεν ακούει.

Ολοένα και περσότερο γινότανε χαρούμενος και προχώρεσε παρέκει ως το λιβάδι κάτω, όπου είναι το μικρό εξοχικό βασιλικό παλάτι, κι όταν βγήκε όξω στο δρόμο άρχισε να τρέχη. Έτρεξε, έτρεξε κι όταν έφτασε στην ψηλή πόρτα με τα κάγκελα, είδε πως είτανε πάλι κοντά στο σπίτι.