United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν εύκολον οπωσούν ήτο ν' ακούσουν αύριον «το κρυφό» και από τα δύο κόμματα, διατί να κηρυχθούν σήμερον υπέρ του ενός; Διότι δεν ήτο συνήθεια να το λέγουν «το κρυφό» προ της ενάρξεως της ψηφοφορίας. Τα φυσέκια εμοιράζοντο εις το στρατόν κατ' αυτήν την ημέραν της μάχης, όχι από της παραμονής.

Τι άλλο είχε πλέον να του ενθυμίζη του πατέρα, την μητέρα και τας αδελφάς του, ή τα φιλήματα και τας θωπείας της γραίας; Αλλ' η νυξ της παραμονής παρήλθεν ολόκληρος, και ο Γεώργης δεν επέστρεψεν εις τον οίκον των κυρίων του. — Τι να έγεινεν αυτό το παιδί; ηρώτα ο αυθέντης του. Και η κυρία, δύσπιστος και καχύποπτος γυνή, απήντα·Πού ξεύρεις πού θα παραλύη.

Είχε πη μπρος στον Αλβέρτο κατά τύχην ότι ο Βέρθερος δεν θα ερχότανε προ της παραμονής των Χριστουγέννων και ο Αλβέρτος επήγε έφιππος σ' ένα υπάλληλο των περιχώρων, οπού είχε να τελειώση υποθέσεις, και οπού έπρεπε να μείνη την νύκτα. Η Καρολίνα καθότανε μόνη, κανένα από τα αδέλφια της δεν ήταν κοντά της, παρεδόθηκε σε σκέψεις, που ήσυχες περιεπλανώντο στις σχέσεις της.

Όπως πάντοτε, έτσι και τότε είχαν ξεχασθή πλέον οι προφητείαις της παραμονής των Φώτων. Μα τον γυιόν του Μητάκου δεν τον ελησμόνησα. Γι' αυτό άρχισα να τον νειδίζω, πως έκαμε δουλειά του κεφαλιού του. Μα κείνος πού ν' ακούση! Επήρε την υποχρέωση πάνου του! Υπεσχέθηκε στους προεστούς και στον Καϋμακάμη!

Ούτος, ενώ την νύκτα της παραμονής του γάμου είχε κοιμηθή καλά κ' επί πολλάς ώρας, κατόπιν του παροξυσμού όστις του είχεν επέλθει την ημέραν, κ' εφαίνετο ησυχώτερος, την νύκτα την μετά τον γάμον, και κατόπιν της ανακαλύψεως της απουσίας του χρηματοφυλακίου, την διήλθεν άυπνος και με φοβεράς εκρήξεις βηχός.

Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους . . . η δεκαοκταέτις κόρη το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή, νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.

Την πρωίαν της παραμονής μόνον η σκαμπαβία του Μανώλη της Αλτανούς η ασπρογάλανη «Γαλανομμάτα» ήτο δεμένη μέσα εις το Διαπόρτι, μέρος μικρότατον θαλάσσης μεταξύ δύο σκοπέλων μεγάλων και υψηλών, κάτω ακριβώς του Κάστρου, προς το πέλαγος, οίτινες απέφραττον τον βορράν οπωσδήποτε. Δύο σκοπέλων τεφρών, οι οποίοι ως βάρκες εφαίνοντο, βλεπόμενοι από την πανύψηλον του Κάστρου άκραν.

Ο καπετάν-Φαφάνας ηξεύρων ότι ο Γιάννης ο Μπύρρος, το έχει τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα της Παραμονής, όταν ετύχαινε εις ταξείδι, διασκεδάζων με το πλήρωμα, εσήκωσεν ενωρίς τα δίκτυά του, έλαβε την άγραν, και ρίψας πάλιν αυτά εις άλλο μέρος του λιμένος να τα σηκώση την αύριον, ανήλθεν επί του μπάρκου, να χαιρετίση τους συμπολίτας του, και να ιλαρύνη την μελαγχολίαν του με τας αφελείς των ναυτών διαλέξεις, και με κανένα Χριστουγεννιάτικον ζωμόν την αυγήν.

Μίαν ημέραν προ της Παραμονής, επανελθών ο Μανώλης εκ Ζαγοράς με κάστανα και μήλα, ανέβη να χαιρετίση την μητέρα του, να της κάμη μετάνοιαν, να λάβη την ευχήν της, να μεταλάβη τα Χριστούγεννα, καθώς τον εσυμβούλευσε και ο πνευματικός του. Και έρριψεν εις την ποδιάν της ολίγα αργυρά κέρματα. Αλλ' έντρομος η γραία τα ετίναξε πέραν, ως να ήσαν οφείδια. — Ας μη μ' άφινες να πιω το γάλα της!

Αληθώς, ο Μανώλης την τρικυμίαν πολλάκις την περιεφρόνησεν, αλλ' αυτήν την φοράν ησθάνετο κάποιαν αόριστον αδιαθεσίαν. Έχωσε τα χέρια του εις της τσέπες του και διελογίζετο ως μετανοημένος εργάτης. Ο πνευματικός τού είπε να μη δουλέψη την ημέραν της Παραμονής, αφού μάλιστα η χιών διέκοψε πάσαν εργασίαν. Ήτο Παραμονή των Χριστουγέννων.