Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουλίου 2025
Το άσμα προέβαινε μελωδικώτερον πάντοτε, με τα ναξιώτικα τσακίσματά του και με την παθητικήν κρούσιν της Μαριγούλας του καπετάν-Γιακουμή, του ηδυμόλπου τσιβουρίου, όπερ ως παράπονον, το συνώδευε το παλαιόν άσμα, ηρέμα κρουόμενον, παράπονον ναύτου θαλασσοδαρμένου, παράπονον ξενιτευμένου, όπως ελαφρά-ελαφρά, κτυπά το θαλασσάκι 'ς την ακρογιαλιά, εις τας πρωίας της αύρας του πελάγους πνοάς, ή όπως κλαίει ο πεύκος εις το πρωινόν του βουνού αγεράκι, ένα κλαύμα οπού χαίρεσαι να το απολαμβάνεις.
Ημείς εμείναμεν και οι δύο άφωνοι· και δεν ημπορούσαμεν ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, από το παράπονόν μας να βγάλωμεν ένα λόγον από το στόμα μας, παρά από τα σχήματα των οφθαλμών μας εφανερώναμεν τον πόνον του χωρισμού μας.
Η τολμηρά και κενόδοξος απαίτησις του πτωχού νέου δι' ό,τι θα ηδύνατο ν' απολαύση εκ της ζωής, η από της πατρώας οικίας αναχώρησις, η εις μακράν χώραν αποδημία, ο βραχύς σπασμός της απολαύσεως εκεί, ο ισχυρός λιμός εν τη χώρα εκείνη, η πρόωρος εξάντλησις παντός ό,τι θα ηδύνατο να καταστήση την ζωήν ευγενή και αγαστήν, η επακολουθήσασα άβυσσος του εξευτελισμού και της πτωχείας, η περιφρονητική ολιγωρία την οποίαν ηναγκάζετο να υποφέρη παρά των πολιτών της χώρας την οποίαν είχε προκρίνει της ιδίας πατρίδος του, το πώς ήλθεν εις εαυτόν και ανελογίσθη παν ό,τι είχεν αφήσει οπίσω του, η επάνοδος η εν συντριβή καρδίας και εν ταπεινώσει και μετανοία, το πώς ο πατήρ του τον είδε μακρόθεν και πώς κατενύγη και ευσπλαγχνίσθη επί τον πτωχόν τούτον άσωτον, η θορυβώδης χαρά της όλης οικίας επ' αυτώ όστις ήτο αγαπητός και απολωλώς και είχεν επανέλθη νυν εις την εστίαν, η άδικος ζηλοτυπία και το ευτελές παράπονον του πρεσβυτέρου υιού, και τέλος η κατακλείς εκείνη της παραβολής, ως εν υψηλή μελωδία: «Τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και τα εμά πάντα σα εστι.
Αλλά διατί συ λαλείς τόσον γλυκά; πτηνόν είμαι και εγώ, ουδέποτε όμως ελάλησα ούτω. Φαίνεται ότι συ είσαι πολύ ευτυχής. Διακόπτει το άσμα η Αηδών, και απαντά με φωνήν, από παράπονον γεμάτην: — Όχι, αδελφέ! πολύ δυστυχής είμαι, διά τούτο και ο άνθρωπος ευρίσκει ηδονήν και τέρψιν εις την φωνήν μου.
Τώρα, εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμα και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!». Επί τέσσαρας εαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών.
Τούτο διήρκεσεν επί δέκα περίπου λεπτά, κατά τα οποία ασφαλής εφαίνετο η έκβασις του αγώνος. Τι όμως ήσαν εκατοντάδες τινές νεκρών, ενώ εις μυριάδας ανήρχοντο οι περικυκλούντες αυτούς εχθροί; Μετ' ολίγον αντήχησαν γαυγύσματα, ομοιάζοντα μάλλον προς γοερόν παράπονον ή αλαλαγμόν θριάμβου.
Απεκρίθη ο νέος βασιλεύς· Κύριε, καθώς σου διηγήθην, ο αγαπητικός της κείτεται εις το παλάτι των δακρύων, εις ένα τάφον κατασκευασμένον εις σχήμα καμάρας και το παλάτι αυτό από το μέρος της θύρας συνέχεται με τούτο το παλάτι· αυτή δε η μάγισσα δεν ηξεύρω πού διατρίβει· όμως κάθε αυγήν έρχεται εις εμένα και μου κάμνει εκείνον τον αιματώδη δαρμόν, ως σου τον περιέγραψα, και έπειτα πηγαίνει προς τον βρωμερόν αγαπητικόν της και του φέρει ένα πιοτόν με το οποίον του φυλάττει την ζωήν έως την σήμερον, και δεν παύει να τον ονειδίζη διά την σιωπήν του, που δεν της ωμίλησε παντελώς, αφού εγώ τον επλήγωσα, και τούτο είναι το μεγαλύτερόν της παράπονον.
Το τέκνον του ο Κώστας, όστις είχε μεγαλώσει και ήτο ήδη έφηβος, ήτο το μόνον στόλισμα της μητρός, η μόνη του πατρός βακτηρία. Έν μόνον παράπονον είχεν ο καπετάν-Γιάννης. Η Διαμαντηρείζενα, αν και εξόχως καλή οικοκυρά, ήτον, ως είπομεν, εις άκρον λεπτολόγος όσον αφορά την καθαριότητα της οικίας της.
Έξω του χωρίου εύρον τον Ιησούν περιεστοιχισμένον υπό των φίλων Του, και είδον την Μαρίαν να τρέχη προς Αυτόν, και να πίπτη εις τους πόδας Του, εκφέρουσα το αυτό αγωνιώδες παράπονον όπερ και η αδελφή της. «Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν μου απέθανεν ο αδελφός». Η μεγαλειτέρα σφοδρότης της συγκινήσεως της ωμίλει εις τας ολιγωτέρας λέξεις της και εις την σφοδροτέραν αγωνίαν της, και δεν ηδύνατο πλέον τι να προσθέση.
Τα ό,τι είχα και δεν είχα επήγαν και μόλις εγλύτωσα την ζωήν μου. Είχα υπανδρευθή προ δέκα χρόνων κατά την συνήθειαν του τόπου εδώ, αλλά τώρα είμαι απόχηρος, και άλλο καλλίτερον δεν ζητώ, παρά να πιάσω ολίγα χρήματα να έλθω εις την πατρίδα, αν προφθάσω τους γονείς μου να μ' ευλογήσουν. Και να μην έχουν παράπονον εις εμέ, διότι έτσι θέλει ο Θεός, και δεν ειμπορούμε εμείς να πάμε κόντρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν