Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Φορούσα τα νυμφικά της, χρυσά προικιά, βαρειά προικιά, χρυσά στολίδια, μεταξωτά στολίδια, έστεκεν εις το παράθυρον σαν της χαράς κ' ευδαιμονίας τάγαλμα, κ' έβλεπε την πομπήν την μεγαλοπρεπή, που εβγήκαν οι ιερείς από την εκκλησίαν να ρίψουν τον Σταυρόν εις την θάλασσαν, ν' αγιασθώσι τα νερά. Κοντά της ίστατο ο καπετάν-Μοναχάκης εύμορφος, στολισμένος, καπετάνιος ευτυχής.

Ευρίσκουσα το απέραντον εκείνο δωμάτιον στενόχωρον διά το τόσον μεγαλείον της ήνοιξε και το παράθυρον, εφ' ου κύψασα ήρξατο να θεωρή υπό το σεληνιαίον φως την κοιμωμένην Ρώμην, μάτην αναζητούσα εις την ιστορίαν ηρωίδα αξίαν να παραβληθή προς εαυτήν.

Δεν κατεκλίθη, καίτοι ήτο αργά και πολλήν ησθάνετο κόπωσιν. Ήνοιξε το παράθυρον κ' εθεώρησεν έξω. Εδίψα Αθήνας. Μάτην όμως εκάλει το βλέμμα του η υπέρ τον Παρθενώνα φεγγοβολούσα πανσέληνος, και μάτην τω προσεμειδία ο έναστρος ουρανός. Αυτά ήσαν παλαιά και γνώριμα. Αυτός ήθελε νέα και άγνωστα.

Η Φραγκογιαννού έμεινε με την χείρα τεταμένην. Την κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Εντός δευτερολέπτου ήλθεν εις εαυτήν, και είδε τον φοβερόν κίνδυνον. Ακριβώς όπισθέν της ήτο έν μικρόν παράθυρον βλέπον προς βορράν, υπόσαθρον, νοτισμένον και κακοκλεισμένον. Ως να είχε τιναχθή από έκρηξιν, εστράφη μηχανικώς, άνοιξε το παράθυρον, κ' επήδησεν έξω.

Χωρίς να χάση στιγμήν, βγάζει νερό και ποτίζει το αρνάκι. Τρέχει έπειτα και μαζεύει μίαν αγκαλιά τριφύλλια και τρυφερά βλαστάρια. Αλλ' ενώ έβλεπε με χαράν το αρνί να τρώγη, ακούει να της κτυπούν μέσα από την καλύβα. Μία γρηά με ζαρωμένο πρόσωπον εφάνη εις το παράθυρον. — Αι! κοριτσάκι, της φωνάζει, αφού εσυλλογίσθης να ποτίσης το αρνί μου, συλλογίσου κ' εμένα και γέμισέ μου την στάμνα μου.

Ο Μανώλης ηγέρθη και αυτός, επλησίασεν εις το παράθυρον, εστήριξε τα νώτα επί του τοίχου, κ' εστάθη αναποφάσιστος. Ουδείς των δύο απεφάσιζε να δώση πρώτος το παράδειγμα της αποχωρήσεως.

Υπεσχέθην, αλλ' ελησμόνησα την υπόσχεσίν μου. Τον συνήντησα εκ νέου και μου παρεπονέθη ότι τον ελησμόνησα. Άλλην δε ημέραν, καθ' ην με είδε διερχόμενον εις το αυτό μέρος και η δούλα ήτο πάλιν εις το παράθυρον, μου εφώναξεν εξ αποστάσεως: — Ακόμη να γράψης για το θέατρο. Κάμε μου τη χάρι να γράψης δυο λόγια. Στη μπαρούτη πούχομε φάει μαζή στην Κρήτη!

Το ηύρα πεταγμένον μέσα από το παράθυρόν μου. ΓΛΟΣΤ. Γνωρίζεις το γράψιμον του αδελφού σου; ΕΔΜ. Αν έγραφε καλά πράγματα, θα έπαιρνα όρκον ότι είναι το γράψιμόν του. Τώρα όμως εύχομαι να μην είναι ιδικόν του. ΓΛΟΣΤ. Ιδικόν του είναι! ΕΔΜ. Το έγραψε με το χέρι του, αυθέντα μου, αλλ' όχι και με την καρδιάν του ελπίζω. ΓΛΟΣΤ. Δεν σου έκαμεν άλλοτε ομιλίαν δι' αυτήν την υπόθεσιν;

Μόνον δε όταν ο Κουπώ ολισθήσας κατεκρημνίσθη και συνετρίβη εις το λιθόστρωτον της οδού, η γραία, ως να ικανοποιήθη η προσδοκία της, απεσύρθη και έκλεισε το παράθυρον.

Δεν ξεύρω, φίλε μου. — Πού την έχουν τώρα; — Είν' εκεί, είπεν ο φρουρός δείξας έν παράθυρον. — Και ποίοι είν' εκεί μέσα; στρατιώται; — Πώς στρατιώται; Αυτό είνε η κατοικία του αρχηγού μας. Ιδού ο στρατών μας πού είνε, προσέθηκε δείξας αριστερόθεν έτερον χαμηλότερον οικοδόμημα συνεχόμενον με την οικίαν. — Και ο αρχηγός σας, επανέλαβεν ο Μάχτος, τι άνθρωπος είνε;

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν