United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός βουνού, που ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν είδα ένα παλάτι ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις αυτό δεν εφαίνονταν κανένα παράθυρον.

Άμα εμβήκεν εις την βάρκαν, εξέχασε να κάμη τον σταυρόν του, μόνον είπεν αυτομάτως, χωρίς να σκεφθή· Καλό πνίξιμο, παιδιά. Ο Καλούμπας εκάγχασεν· ο Νειόγαμπρος εσιώπησεν. Η Νειόνυφη, η σύζυγός του, ήτις τους εκύτταζεν από το παράθυρον, ήκουσε τον απαίσιον αστεϊσμόν, το λευκόν μέτωπόν της συνεφρυώθη, και στεναγμός εφούσκωσε το εύκολπον στήθος της. — Αστοχιά στο λόγο σου, εψιθύρισε.

Και έκαμνεν σταυρούς και μετάνοιαις, έβλεπε και από το παράθυρον δύο σκοτεινόμαυρα πράγματα οπού αναιβοκατέβαινον προ της εισόδου του λιμένος, θέλοντα να εισπλέσουν και παρασυρόμενα πότε υψούμενα ως δύο ιστία ανοικτά πλην έτοιμα να καταβιβασθώσι, και πότε αφανιζόμενα. Ο όγκος ο πέτρινος του Μπουρτζίου διεγράφετο φοβερός εκεί πλησίον των.

Κάθε πρωί εισεχώρουν αι Ακτίνες του Ηλίου μέσα από το έν και μόνον μικρόν παράθυρον της οικίας του παππού και εφώτιζαν το σιωπηλόν παιδίον.

Κ' ενώ ηγωνία τοιουτοτρόπως, κρότημα βαρύ εκρότησεν εις το παράθυρον της οικίας· τούτο, ως να είχε χείρας, την έσυρε προς τα επάνω και έσπευσε τρικλίζουσα προς το παράθυρον. — Τ' είνε, θα 'πώ; εφώνησε. — Καλώς τα δεχθήκατε! Ήλθεν ο αδελφός σου με ένα καράβι.

Τι έχεις και φωνάζεις; Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα·Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα! . . . Με σένα δεν έχω να κάμω. Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγεινεν άφαντη. Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρόν της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν.

Τι λες, παιδί μου; Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη καλούντος έξωθεν της θύρας·Μάννα! . . . μάννα! . . . — Ποιος φωνάζει; Εσύ είσαι, Στάθη; Και η Ασημήνα προέκυψεν εις το παράθυρον. — Πες του Θανάση, εγώ τώχω το πορτοφόλι, και να ησυχάση. Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη. Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη. — Γιατί δεν ήρθε μέσα;

Ανοίγω το παράθυρόν μου, και βλέπω σχεδόν αίθριον τον ουρανόν. Φαντάσου, αν αύριον είνε ωραία ημέρα! Ας χαίρουν τα Κούλουμα και το Φάληρον. Εν Αθήναις, τη 9 Μαρτίου 1880.

Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων μετά φαιδρότητος. — Άιντε τώρατον φούρνο, Κρατήρα! — Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση. — Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος.

Έν μόνον παράθυρον προς την οδόν Φιλελλήνων, κομψότατον γραφείον προ αυτού, με σωρούς βιβλίων, μία μικρά τράπεζα με ολόκληρον βράχον τελευταίων εκδόσεων και τελευταίων βιβλίων, θαυμασιωτάτη υαλόφρακτος μακρά βιβλιοθήκη, κατέχουσα ολόκληρον την πλευράν του τοίχου, εικόνες και κομψοτεχνήματα πολυάριθμα, δυο τεράστια κέρατα, εξ ων εξαρτώνται τουφέκια, καρυοφύλλια, σπάθαι, πάλες, γιαταγάνια, κουμπούρες, ελληνικότατα όλα, τάπης επί του πατώματος, κομψόν διβάνιον, κομψόταται έδραι, μεγάλη πεπυρακτωμένη θερμάστρα εις το βάθος πληρούσα το δωμάτιον γλυκυτάτου θάλπους».