United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περπατώντας περήφανα τη λύπη των άσπρων του μαλλιών στην Αθήνα ο παληός Αθηναίος αφίνει να στάξη το λίγο αίμα της καρδιάς του στης παληές συνοικίες όπου έζησε μια φορά. Είνε γελαστές και τώρα σαν και τότε απ' τον ίδιον ήλιο. Του προσώπου του οι χαράδρες διηγούνται τους κεραυνούς του Καιρού που εβρόντηξαν με θυμό απάνω στης τρέλλας του της κορυφές ω Θεέ! και ρήμαξαν το παρεκκλήσι, της στοργής του.

Από τι; Από τι φτερουγίζουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της ; Από αύρες τάχα που σβύσαν εδώ και χρόνια ; Από φιλιά που πήρε μια φορά ; Ως που νάρθουν καινούργιες χαρές θυμάται της παληές η τρελλή λεύκα και της ξαναζή. Ξέρω μια λεύκα με κορμί σαν γυναίκειο, που ζη και το τελευταίο της φύλλομια λεύκα τρελλή, πολύ τρελλή. Το κυπαρίσσι έστεκεν αντίκρυ κι' η λεύκα το ρωτούσε.

Και μ' αυτήν την εύκολη δοκιμή θα διαλυθούν για πάντα η παληές υποψίες». Ωργισμένος, απάντησε ο Μάρκος: «Ο Θεός να σας τιμωρήση κακά, άρχοντες της Κορνουάλλης, που ακατάπαυστα ζητάτε να με ντροπιάστε. Από σας έδιωξα τον ανηψιό μου.

«Εδώ εις το καντόνιον Βαλαί δεν είναι και τόσον άσχημα, έλεγεν ο θείος· «και έχομεν και αιγάγρους, που δεν εκλείπουν γρήγορα, όπως τα πλατώνια· εδώ είναι πολύ καλύτερα τώρα από τα παλαιότερα χρόνια· όσα καλά κι' αν διηγούνται για να τιμήσουν της παληές ημέρας, οι δικές μας είναι καλύτερες· ο σάκκος είναι ανοικτός, φυσάει αεράκι μέσα 'στην κλεισμένη γύρω-γύρω κοιλάδα μας.

Αύριον αναχωρώ απ' εδώ και, επειδή ο τόπος της γεννήσεώς μου μόνον έξ μίλλια απέχει από το δρόμο μου, θέλω να τον ξαναδώ, θέλω να θυμηθώ τις παληές, ευτυχώς σα σε όνειρο περασμένες, ημέρες. Από την ίδια πόλη θέλω να μπω, από την οποίαν εβγήκε μαζί μου η μητέρα μου στ' αμάξι, ότε μετά τον θάνατό του πατέρα μου εγκατέλειψε τον αγαπητό μας τόπο, για να κατακλεισθή εις την ανυπόφορη πόλη της.

Τι θα της εστοίχιζε; Ο Θεός είναι αληθινός κριτής. Έτσι μια για πάντα θα μπορούσε να διαλύση της παληές υποψίες». Αυτό έλεγαν. Αλλ' ας τ' αφήσουμε. Τους έδιωξα, σου λέω». Ανατρίχιασε η Ιζόλδη. Κύτταξε το Βασιλιά. «Μεγαλειότατε, παραγγείλατε τους να ξαναγυρίσουν στην Αυλή σας. Θα δικαιολογηθώ με όρκο. — Πότε; — Σε δέκα μέρες. — Η προθεσμία, φίλη, είναι πολύ σύντομη. — Είναι πολύ μακρυνή, μάλιστα.

Τι άλλο θέλετε πεια; Να διώξω τη Βασίλισσα στην Ιρλανδία; Τι καινούργιες κατηγόριες έχετε; Για της παληές κατηγόριες, δεν προσεφέρθη να την υπερασπίση ο Τριστάνος; Για να την υπερασπίση, σας προσέφερε μάχη, κι' όλοι σας τον ακούγατε. Γιατί δε ζωστήκατε εναντίον του τους θώρακές σας και γιατί δεν πήρατε τα κοντάρια σας; Άρχοντες, μου ζητάτε άδικα πράγματα.

Λοιπόν η νέα συμπάθεια του Κώστα, η μαεστρίνα, όπως την λέη η Mme Marie επέρασε το καλοκαίρι της εις το εσωτερικό της Ασίας, ζωγραφίζουσα παληές εκκλησίες. Πώς! Ποιός σου το είπε; Εις το εσωτερικό; Μα και ο Κώστας εκεί ήταν. Λ έ λ α. Δεν αφήνετε τον κόσμο ήσυχο επί τέλους. Νά, πώς περνάτε τον καιρό σας! να κατασκοπεύετε όχι μόνο της Πολίτισσες, αλλά και της ξένες ακόμη. Η κ. Μ ε μ ι δ ώ φ. Όχι δα!

Ας είν' καταραμένη! Τι έφταιξε κι αυτή. Έγεινεν ότι την έκαμεν η πρόληψις η ψεύτικη και της σκλαβιάς τα σίδερα, και η παληές ιδέες, και η τύφλωσις του νου, και του μωρού του κόσμου τα παινέματα... Κ ώ σ τ α ς. Ενώ εσύ, Μαρία, μεγάλωσες ένα παιδί, σαν ήρωα, ένα θριαμβευτή της πειό καλής, της πειό αληθινής ζωής, ένα λεβέντη ευτυχισμένο και γενναίο και σοφό.

Λοιπόν μάθετε, ότι σύμφωνα με παληές συνθήκες, οι Ιρλανδοί μπορούσαν να πέρνουν από την Κορνουάλην τον πρώτο χρόνο τρακόσες λίτρες χάλκωμα, το δεύτερο τρακόσες λίτρες καθαρό ασήμι και τον τρίτο τρακόσες λίτρες χρυσάφι. Αλλά, κάθε τέταρτη χρονιά, έπερναν με κλήρο απ' όλες της οικογένειες της Κορνουάλης τρακόσια παιδιά και τρακόσια κορίτσια δέκα πέντε χρονών.