United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι' όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Ρήμαξαν και τα Γιάννινα, φεύγουν η φαμηλιαίς, Και καταφύγιτων βουνών βρίσκουνε ταις σπηληαίς, Εκεί, 'ς τον Πίνδου ταις κορφαίς, 'ς άγρια ξηρά βουνά, Και μέσ' 'ς τα &σκέμπια& ανάμεσα, σε βράχους, σε στενά, 'Σάν αδερφάκια ασπρίζουνε τα δυο κεφαλωχώρια Συρράκουκαλαρύταιςτους βράχους του μεγάλοι αετοί φωληάζουν και πετρίτες. Το σύνορο τα χώρισε, και ζούνε τώρα χώρια.

Βουνά του Πίνδου μου 'ψηλά, με τα πολλά κλαριά σας, Με τα τρανά τα πεύκα σας ταις γέρικαις οξειαίς σας, 'Ζήλεψα τα λημέρια σας, τους ίσκιους, ταις δροσιαίς σας! Τη λίμνη τ' Αγγελόκαστρου όσαις φοραίς κυτάζω. Τα Γιάννινατα Γιάννινα θυμούμαι, και χτικιάζω. Αχ πότε, πότε ελεύθερα να σας πατήσω πότε, Και τότες ας σβυσθώ με μιας, ας αποθάνω τότε! Εδώ, μακρυά σας, έχασα την δόξα, την ανδρειά μου.

Επί της βασιλείας του Δευκαλίωνος κατώκουν την Φθιώτιδα, και επί του Δώρου, υιού του Έλληνος, την εις τους πρόποδας της Όσσης και του Ολύμπου χώραν ήτις καλείται Ιστιαιώτις. Διωχθέντες δε εντεύθεν υπό των Καδμείων, εγκατεστάθησαν εις τους πρόποδας του Πίνδου, εις τον τόπον τον καλούμενον Μακεδνόν, έπειτα εις την Δρυοπίδα, και τέλος εις την Πελοπόννησον όπου ωνομάσθησαν Δωριείς.

Ωσάν του Πίνδου τα βουνά. Γνωρίζω τον Κωλέττη. Το δεξί χέρι 'πρότεινε, Τον Οδυσσέα αρπάζει. Τον σφίγγει μεςτην αγκαλιά, Και τον φιλείτο στόμα, Και λέγει: «Οδυσσέα μου! . . . » Μ' εχθρεύεσαι ακόμα; . . . » Ακόμα δε μ' εσχώρεσες; . . .» Κι' ο Οδυσσεύς φωνάζει

Επί των κορυφών του Πίνδου επί πετρώδους και αποτόμου χάσματος κείται το πολίχνιον Συρράκον. Πλουσιωτάτη, προ της Ελλην. επαναστάσεως και υπό Ελλήνων βλαχοφώνων κατοικουμένη. Εκεί, εν εκείνη τη γωνία της Ηπείρου εγεννήθη κατά το 1771 έτος περινούστατος και μεγαλεπήβολος της Ελλάδος Διπλωμάτης, έξοχος πολιτικός ανήρ, Ιω. Κωλέττης.

Αν ήτο ο Τάνταλος ποιητής και έγραφεν ύμνον εις το ύδωρ πιστεύομεν ότι και τον Τάσσον και τον Πίνδαρον αυτόν ήθελεν υπερβή. Τοιούτοι Τάνταλοι ήσαν οι από της δούλης πεδιάδος βλέποντες πλανωμένην επί των ράχεων του Πίνδου και Ολύμπου εν χρυσοίς όπλοις την ελευθερίαν.

Μια Απριλιάτικη βραδιά Μια νύχτ' αστερωμένη 'Ψηλά, 'ς του Πίνδου τα βουνά Μονάχος μου καθόμουν. Κ' εκύτταζατον ουρανό, Κ' εκρυφοσυλλογιόμουν. Πώς ζη ο δόλιος άνθρωπος, Πώς ζη και πώς 'πεθαίνει. Από τη σκέψι κάποτε Μ' εξύπναγε μια βρύση Σιμά μου, πώχυνε νερό 'Σάν το μαργαριτάρι, Και με ταις πέτραις 'μίλαε Μουρμουριστά. Με χάρι Τ' ωχρό φεγγάρι άρχιζε Να γέρη προς την δύσι.

Κι' ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' αναβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα.

Έσβυσ' εκείνη η φλόγα της. Πλην μεςτα σωθικά της Καίει μια άσβεστη φωτιά, Που καρτερεί μια 'μέρα Ν' ανοίξη μια τρυπούλα της, Να πάρη 'λίγο αέρα, Να βγάλη φλόγα τρομερή Και πάλι η φωτιά της. Πόσαις φοραίς απ' ταις 'ψηλαίς Του γέρου Πίνδου ράχαις Αγνάντεψα την καταχνιά Μακρυά, 'ς την Άγια Μαύρα, Και είπα ότι άναψε Και πάλ' εκείνη η λάβρα, Κ' είπα πως πάλι άναψαν Του Έλληνος η μάχαις! . . .