Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Τ' Άγραφα που τον γέννησαν ομοιάζει το κορμί του, Και την κορφή του Πίνδου μου η άσπρη κεφαλή του, Κρατείτο χέρι του δαυλί με φλόγα.

Κ' όταν από το σπήτι μας εκείνο το μικρούλι Μώδειξε η μάνα τα βουνά του Πίνδου και το Σούλι, Ταις ανοιξιάτικαις βραδειαίς 'σάν τώρα, με φεγγάρι Που αποσταμένη έγερνε αυτήτο μαξυλάρι, 'Σ το παραθύρι μας εγώ με 'ξάγρυπνα τα 'μάτια Κύταζα πέρα τα βουνά, των κλέφτων τα παλάτια, Κι' αγάλιαζα βαθηάβαθηά οπού 'σάν θείο χέρι Το μυρωμένο τους λεπτό με χάιδευε αγέρι.

Μ' αφίνει » Και πήγε μεςτην Εκκλησιά » Με εκατό. . . Να γίνη » Σωτήρ μου δεν το ήλπιζα . . . » Να σώση την ζωήν μου.» «'Ξημέρονε Παρασκευή » Κρύα, παταγωμένη, » Γιατί τη νύχτα έβρεχε, » Και είχε πέσει χιόνι »'Ψηλάτου Πίνδου τα βουνά. » Ξυπνάω. 'Ξημερόνει. . . . » Βρισκόμαστε ολόγυρα » Απ την Τουρκιά κλεισμένοι

Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερινό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Κατά το παρελθόν έτος επεσκέφθην τα Τζουμέρκα και διήλθον εξ Αγνάντων. Εις το μέσον του χωρίουκειμένου επί της σειράς του Πίνδουδιέρχεται ποταμός όστις κινεί τα λεγόμενα &μαντάνια&, ή &νεροτρουβιαίς&, χρησιμεύοντα προς κατεργασίαν των μαλλίνων υφασμάτων αμέσως μετά την ύφασιν.

Ουχί βεβαίως άψογον κατά την γλώσσαν και την στιχουργίαν, αλλ' απαράμιλλον κατά πατριωτικόν αίσθημα, φαίνεται ημίν και το κατωτέρω απόσπασμα εκ του αυτού ποιήματος: Πόσαις φοραίς από μακράν ανήλικο παιδάκι, Με δακρυσμένο βλέφαρο, μ' απόκρυφην ελπίδα, Ο δύστυχος εκύτταξα την καταχνιά του Πίνδου Μου εφαίνετο πως ήτανε καπνός από τουφέκι Κ' επρόσμενα, κ' επρόσμενα ν' ακούσω τη βοή του!

Κ' έβγαιναν 'ςτον ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν τη δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο, κι όπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.

Κ' έβγαιναν 'ςτόν ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν την δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο κι οπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν