United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δεν είπε μεν τίποτε, αλλ' έδειξε την δυσαρέσκειάν του με την κατηφή απροθυμίαν με την οποίαν εξετέλει την εργασίαν που του ανέθηκεν ο Σαϊτονικολής, να συγκομίζη πέτρας και άλλα υλικά διά την οικοδομήν της μελλούσης κατοικίας του. Η δυσαρέσκειά του δ' εξεθύμαινεν εις την ράχην του ημιόνου, με τον οποίον μετεκόμιζε τας πέτρας εκ του λατομείου.

Μερικά κομμάτια πέτρας πλήγωσαν τον Αγαθούλη· που ξαπλωμένος στο δρόμο και σκεπασμένος από χαλάσματα, έλεγε στον Παγγλώσση: — Αλλίμονο! βρε μου λιγάκι κρασί και λάδι· πεθαίνω. — Αυτός ο σεισμός δεν είναι κάτι νέο, απάντησε ο Παγγλώσσης. Η πόλη της Λίμας δοκίμασε τα ίδια τινάγματα πέρσυ στην Αμερική. Ίδιες αιτίες, ίδια αποτελέσματα.

Τότε, αφ' ενός μεν έκτισε διά πλίνθων οπτών, όπως ήτο και το εξωτερικόν τείχος, τα χείλη του ποταμού εφ' όσον διάστημα εκτείνεται η πόλις, και ήσαν αι καταβάσεις αι φέρουσαι διά των πυλίδων εις τον ποταμόν· αφ' ετέρου δε, προς το κέντρον των δύο μερών, με πέτρας τας οποίας διέταξε να κόψωσιν, έκτισε γέφυραν, δένουσα τας πέτρας με σίδηρον και μόλυβδον.

Εκεί πέρα βρισκόταν ίσως η σωτηρία του. Χελιδονοφωλιές, που με τον καιρό είχαν πάρει το χρώμα της πέτρας, βρίσκονταν σε παράταξη, σαν διακόσμηση, ανάμεσα στη σκεπή και στα παραθυράκια του μικρού σπιτιού.

Διότι αυτό εσήμαινε ο ιδικός μου λόγος, ότι εγώ έχω να μεταχειρισθώ μίαν μέθοδον χάριν αυτού του νόμου, την φυσικήν χρήσιν της συνουσίας προς τεκνοποίησιν, δηλαδή να απέχουν μεν από το άρρεν και να μη δολοφονούν το ανθρώπινον γένος εκ προμελέτης, ούτε να σπείρουν επάνω εις βράχους και εις πέτρας, όπου δεν είναι δυνατόν να ριζώση και να γονιμοποιηθή, να απέχουν δε από τον θηλυκόν αγρόν, εντός του οποίου δεν επιθυμεί κανείς να φυτρώση ο σπόρος του.

Ο Απόστολος τον κατάλαβε· ήξερε ότι αυτό υπονοούσε τα χρόνια της μελλοντικής του υπηρεσίας, τις αγωνίες του μελλοντικού του μαρτυρίου· αλλά τώρα δεν ήταν πια ο «Σίμων» αλλά ο «Πέτρος» — η καρδιά της πέτρας ήταν μέσα του· ήταν έτοιμος να ακολουθήσει την φωνή που του έλεγε «Ακολούθα με» μέχρι θανάτου.

Πλην ανίσως, την νύκτα, οι ψαράδες, απόκοτοι, τολμήσουν να πλησιάσουν διά να υδρευθούν εις την δροσεράν βρύσιν την μαγικήν, κάτω εις τα κράσπεδα της ακτής, επί της προβλήτος χθαμαλής πέτρας, τότε βρόντος και πάταγος ριγηλός αντηχεί από του κρημνού άνωθεν, και λίθοι και βράχια τρομακτικά κυλίονται κατερχόμενα κατά των κεφαλών των ψαράδων . . . Τότε μόλις ούτοι προφθάνουν να κάνουν τον σταυρόν των και να τραπώσιν εις φυγήν . . . Οι λίθοι εκείνοι θα ήσαν ικανοί και αυτομάτως να κυλίονται από τον κρημνόν εκείνον . . . πόσω μάλλον όταν αόρατοι δυνάμεις δαιμονίων τους ωθούσι προσκολλώμενοι εις το ολισθηρόν της ακτής, όπως συνήθως προσκολλώνται εις το ασθενές μέρος, εις έρωτας και μίση, εξάπτοντες το πάθος εις φλεγμονήν, και τρέποντες την οργήν εις λύσσαν . . .

Πολύ δε ανωτέρω της πόλεως και εις μικράν απόστασιν από του ποταμού, σκάψασα το έδαφος μέχρι των υπογείων υδάτων, εσχημάτισε δεξαμενήν διά τα στάσιμα ύδατα δούσα εις αυτήν περιφέρειαν τετρακοσίων είκοσι σταδίων. Τα εξαγόμενα χώματα ερρίπτοντο εις τας όχθας του ποταμού, και όταν ετελείωσε το έργον, έφερε πέτρας και έκτισε πέριξ κρηπίδα.

Και οι σημερινοί αγώνες δεν είνε πλέον αγώνες μεταξύ ανθρώπων ή μεταξύ ανθρώπων και θηρίων, αλλά πάλη μεταξύ του ανθρώπου και των φυσικών νόμων, δηλαδή σύγκρουσις του αυγού και της πέτρας. Αγώνες τοιούτοι δεν έχουν κανένα σκοπόν, δεν έχουν προ πάντων τον κύριον σκοπόν τον οποίον είχαν οι αγώνες εις την Ελληνικήν αρχαιότητα.

Επάνω εις δύο καπνισμένας πέτρας τοποθετημένη η βαθεία χύτρα, εκόχλαζεν ακόμη υπό την επιτήρησιν ενός νεαρού τρατάρη όστις βιαίως υπεδαύλιζε την πυράν της οποίας αι φλόγες επέψαυον σχεδόν το πρόσωπόν του. Το χωρίον εκοιμάτο πλέον. Ότε ένα αιφνίδιον θαλασσάκι ανερρίπισεν όλον τον λιμένα, οπού ήσαν αραγμένα διάφορα μικροκάικα από τα εκτελούντα την ακτοπλοΐαν των Σποράδων.