Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Επομένως άλλους μεν παρήγγελλε να σχίζωσι ξύλα, άλλους να σπάνωσι πέτρας, άλλους να μεταφέρωσιν ύδωρ, άλλους ν' ανοίγωσιν αύλακας, άλλους να κόπτωσι ξηρά δένδρα, και μετά τας εργασίας των ταύτας πλουσιοπαρόχως αντήμειβε τους κόπους αυτών.

Είναι αληθές ότι μέχρι της εκκλησίας κατεβαίνομεν, αλλά μη και ο κατήφορος δεν καταπονή τας κνήμας; Δεν είχα φάγει τίποτε θρεπτικόν δι' όλης της ημέρας, δεν είχα πίει·τούτο προ πάντων ήτο το δεινόν, — δεν είχα πίει! Μου έκαιεν ο λάρυγξ, η γλώσσα μου ήτο ξηρά, και με περιέρρεεν ο ιδρώς, και εβάδιζα ασθμαίνων, και εκυρίευε την ψυχήν μου η επιθυμία να φθάσωμεν εις το τέρμα του δρόμου.

Και έβλεπες τότε τα ξηρά και μαυρισμένα ως φουρνόξυλα χέρια της, ν' ανακατόνουν της κλάρες μέσα στον φούρνο. Και έβλεπες τότε να πετά έξω με βίαν τα ταψία με της βασιλόπηττες ρίπτουσα αυτά εις μίαν λοξήν και χωλήν παγκιέταν, κατακόκκινη από την θερμότητα και κάθιδρος από τον κάματον, με το κεφαλάκι τηςτον βαρύν κεφαλόδεσμόν τηςκρεμάμενον οπίσω από την πλάτην ως καλαθάκι πλήρες.

Πλην συνηθίσας εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν καφενείον. — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό μελαγχολίας.

Όλοι έσπευσαν τότε να την συλλυπηθούν «εις το μαύρο δυστύχημα». Όσαι πρότερον φθονούσαι την εκακολόγουν, ησθάνθησαν ήδη πρώται την λύπην. Βέβαια, ο φθόνος πάντοτε λυπείται πρώτος εις τας δυστυχίας! Την πρώτην ημέραν ήτο άφωνος, άγρυπνος και άγευστος. Τα όμματά της, εκείνα τα ωραία, ξηρά. Η γραία εφοβείτο περί της υγείας της: «Το άμοιροέλεγε.

Λαλεί τορνίθι, εψιθύρισε· πέρασαν το μεσάνυχτα . . . Κ' η μάννα μου τι να έγεινε; Ουδέν καλόν εσήμαινεν η αργοπορία αύτη της μητρός της. Και όμως παραδόξως η ελπίς την εθέρμαινε, και ήτο βεβαία ότι ουδέν κακόν είχε συμβή. Ηγέρθη και συνεδαύλισε το πυρ. Έλαβε τον λύχνον, κατέβη εις το ισόγειον, και επήρε ξηρά ξύλα, ναι επανελθούσα τα έρριψεν εις την εστίαν.

ΑΛΟΝΖ. Φίλε μου, δεν σε κατηγορώ· εγώ ο ίδιος είμαι αδυνατισμένος τόσον, ώστ' ενεκρώθηκ' η καρδιά μου· κάθησε, ησύχασε· κ' εδώ αποθέτω την ελπίδα, δεν δέχομαι πλέον την κολακεία της. Eπνίγηκε εκείνος, που περιπλανούμενοι εμείς τον γυρεύουμε, και το πέλαο γελάει με τη μάταιή μας έρευνα εις την ξηρά. Ας είναι· επήγε. Χαίρομαι τωόντι πως έχασε κάθ' ελπίδα.

Διότι, όταν παράγεται ή μετατοπίζεται παρά φύσιν έν τούτων, θερμαίνονται εκείνα τα οποία ήσαν ψυχρά πρότερον, τα δε ξηρά Β. | γίνονται ύστερον υγρά, και τα κούφα βαρέα, και δέχονται πάσας τας δυνατάς μεταβολάς.

Είτα διά το ασφαλέστερον, κατήλθεν ακόμη χθαμαλώτερον προς τον αιγιαλόν, και πάλιν ήρχισεν ελαφρά και γοργά πατών ν' ανέρχηται προς την γέφυραν του Κάστρου. Ευρίσκετο ενώπιον του φρουρίου. Φοβερόν βραχώδες βάραθρον, όπου ίλιγγος και σκοτοδίνη κυριεύει τον άνθρωπον, άβυσσος ξηρά αιωρουμένη υπεράνω της υγράς αβύσσου χάσκει υπό την γέφυραν.

Ενταύθα, αναγνώστα μου, ηδυνάμην, αν ήθελον, να δανεισθώ παρά του αββά Κάστη, του πανοσιωτάτου Πούλκη, του αιδεσιμωτάτου Ραβελαί ή άλλου σεμνού ιερέως ολίγην αισχρολογίαν, ίνα δι' αυτής λιπάνω οπωσούν την διήγησίν μου, ήτις κινδυνεύει να καταντήση ξηρά ως η συκή του Ευαγγελίου· αλλ' ούτε θεολόγος ούτε ιερεύς ουδέ καν διάκονος ων ακόμη αμφιβάλλω αν έχω δικαίωμα να ρυπάνω τας χείρας μου και τας ακοάς σου.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν