United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται. «Τι θέλουν είπαξαναλέει με ορμή ο ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται από την άκρη μια φωνή: «Ψωμί.» «Ψωμί; και το γυρεύουν από μένα! δεν έχουν χέρια;» — «Ακαμάτης λαός», ψιθύρισε ένας κι ο άλλος δειλιασμένα ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Εσύ να πω μ’ ανάγκασες όσα δεν θέλω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιά να μου πης σ’ ανάγκασα; λέγε ν’ ακούσω. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τάχα καλά δεν μ’ άκουσες; τι ζητάς τώρα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν κατάλαβα καλά, για ξαναπέ μου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Λέγω πως είσαι ο ένοχος που εμείς ζητούμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για τις διπλές δεν θα χαρής, βέβαια, βρισιές σου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Κι άλλα να πω; και πιότερο να σε θυμώσω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πες ό, τι θέλεις.

Τότε άρχισε όλος ο στρατός παράκληση να κάνει προς τους θεούς σηκώνοντας τα χέρια· κι' ο καθένας είπε ξανάπε, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, ο Αίας μας να λάχει για ο Διομήδης, για ατός του της πολύχρυσης ο βασιλιάς Μυκήνας180 Είπαν, κι' ο Νέστορας τους σιεί. Κι' απ' το χαλκένιο κράνος όξω ο λαχνός πετάχτηκε που κι' όλοι αποθυμούσαν, του Αία.

— Α! όλα όσα ξέρω με βασανίζουν, κι' όλα όσα βλέπω. Κι' ο ουρανός αυτός με βασανίζει, κι' η θάλασσα και το σώμα μου κι' η ζωή μου. Έβαλε το χέρι της στον ώμο του Τριστάνου. Δάκρυα έσβυσαν της αστραπές των ματιών της. Τα χείλη της έτρεμαν. Εκείνος ξανάπε: — Φίλη, τι είναι λοιπόν αυτό που σας βασανίζει; — Η αγάπη για σένα! απάντησε. Τότε ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Σιγά· δεν εκατάλαβα, γυναίκα· ξαναπέ το· Τι λέγει; τι; ευχαριστεί; να 'πανδρευθή δεν θέλει; Δεν είναι υπερήφανη, δεν είν' ευτυχισμένη οπού εκαταφέραμεν, ενώ δεν το αξίζει, να την αρραβωνίσωμεν με ένα τέτοιον νέον; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δεν είμαι υπερήφανη· ευγνώμων είμαι μόνον. Δι' ένα πράγμα που μισώ 'περήφανη δεν είμαι. Ευγνωμονώ διά κακόν, π' αντί καλού μου κάμνουν.

Για ξαναπέ το, κατεργάρη! Ο Μανώλης έκρυψε το πρόσωπόν του και είπε με πείσμα, εις το οποίον εχόρευεν η χαρά: — Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω! — Καλά, μη θες. Άφησε να δης τση κοπελιές και τότε τα λέμε πάλι. Ο Σαϊτονικολής ήτο κατευχαριστημένος, διότι είχε σχηματίσει πεποίθησιν ότι ο Μανώλης, και να τον έδιωχναν, δεν θάφευγε πλέον από το χωριό.

Μα τους ξανάπε ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 170 «Λαχνό όλοι τώρα ως στο στερνό τραβήξτε κι' όπιου πέσει· γιατί από δάφτον μοναχά θα δουν καλό οι δικοί μας, μήτε κι' αφτός τον κόπο του θα χάσει, μόνε ας έρθει πρώτα γερός με το καλό απ' τον αγώνα πίσωΕίπε, κι' από 'να αφτοί λαχνό σημάδεψαν, και μέσα 175 στο κράνος του πρωταρχηγού τούς ρήχνουν Αγαμέμνου.

Μα τάδε εκεί ο αφέντης τους ο Πολυδάμας πρώτος κι' έτρεξε ναν τα πιάσει έφτύς. Και τότες στον Αστύνο 455 τάδωκε, στου Πρωτιά το γιο, και τούπε και ξανάπε νάχει τα μάτια τέσσερα κι' αλάργα να μη στέκει· κι' ο ίδιος πάει τους μπροστινούς και ξανασμίγει πάλι.