Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Για το Μαλάμο μώλεγε της Λάμαρης ξεφτέρι, Για του Ζαβέλλα τα παιδιά, του Βότσαρη τη 'Λένη Τη Μόσχο και τη Λιάκενα τη μπαρουτοθρεμμένη· Για το Γυφτάκη μώλεγε, και για το Μητρομάρα, Τον Καλιακούδα, τον Λουκά, και για τον Νικοτσάρα. Και, μια τρισκότειδη βραδειά, μια Κυριακή, μια σκόλη, Μου είπε πώς μας πήρανε την ώμορφη την Πόλι.

Της έδοσε μια παρηγοριά της δύστυχης και την είπ' Αργύρη την παρηγοριά της. Τον τάγιζε φιλιά, οπού λες, και τον πότιζε μόσχο να μεγαλώση. Με καιρό εμεγάλωσε ο Αργύρης. Έπαιρνε τη φλογέρα του κάθε αβγή κ' επάγαινε κ' ελουζόταν αγνάντια στο Βαθυλάκωμα που το λέμε.

Αγγελική αρμονία εκατέβαινεν από τα αιθέρια και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά κ' έλουζεν όλα με το θαύμα. Κ' εμπρός στα πόδια της, κάτω από την κοιτίδα του, οι Μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα, και τον μόσχο και το λιβάνι, ωνόμαζαν τον γυιο της Βασιλέα και Θεόν. Εκείνη την ώρα εφάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ. — Να φύγουμε· λέγει τρέμοντας στη γυναίκα του.

Έχω γυναίκα ωμορφονιά, κ' είν' άρρωστη 'ςτό στρώμα Όλον τον κόσμο αρώτησα κι' όλος ο κόσμος μου είπε, Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλιΈλα 'ςτό κάστρο μου ψηλά να λούσω το κορμί σου, Με μόσχο, με ροδόσταμμα. λεβέντη, να σ' αλείψω.

Είμαστε στο θερμό και δε μαδάγαμε. Καρτερούσαμε ώρα με την ώρα να πιάση το ντουφέκι. Βρίσκω παρακάτω τον υπολοχαγό τον Κουρμούληθιός σχωρές τονΓεια σου, Μόσχο! — Διατάξατε κυρ Υπουλοχαγέ. — Κάτσε να φάμε λίγο κουσουμάρι. — Δε μπορώ· έχω τα παιδιά μονάχα τους απάνω. Κάτσε, δε κάθουμαι· έκατσα στο ποδάρι. Παραπέρα στο χωριό τ' Αμπελάκι είχαν πανηγύρι κι έρριχναν αριά και που λιανοτούφεκα.

Μέσ' 'ςτά κατώγεια τα βαθηά σαν μόσχο να το κρύψω, Να το φυλάξω ολάκεραις χρονιαίς, ακέρηους μήνες, Ως που ν' αρθή μιαν άνοιξι, ναρθή ένα καλοκαίρι, Να γύρη από τη μακρυνή την ξενητειά ο καλός μου. Να κατεβώ μέσ' ςτήν αυλή, να πιάκω τ' άλογό του. Να τον φιλήσω αγκαλιαστά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα, Να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ' αθάνατο κρασί σου, Της ξενητειάς τα βάσανα να πάν', να τα ξεχάση.

Με μιας το κάστρο τ' άνοιξα, τον πήρα 'ςτά παλάτια, Τον έλουσα, τον άλειψα ροδόνερο και μόσχο, Και τώστρωσα να κοιμηθή γιατ' είνε αποσταμένος. Γυρίστε, μην πεζεύετε· και για δική μου αγάπη Θα πάτε πέρα, αδέρφια μου, 'στ' απάτητο περβόλι, Πούναι τα Μήλα τα Χρυσά που τα φυλάει ο Δράκος, Να πάρτε, να του φέρετε, γιατ' είνε παντρεμμένος, Κέχει γυναίκα ωμορφονιά που είν' άρρωστη 'ςτό στρώμα.

Ενώ εζητούσε να με ησυχάση, άνοιξεν η πόρτα κ' εμπήκεν ένας μισόκοπος καμαρωμένος και γελαστός, με ώμορφη χωρίστρα, με μόσχο εις το μαντύλι και χείλια χονδρά σαν αράπης. Ο συνταγματάρχης τον έκραξε σιμά του, άρχισαν να κρυφομιλούν, κ' έπειτα γυρίζει και μου λέγει· «Πήγαινε απόψε στας πέντε να εύρης τον κύριον δημοτικόν σύμβουλον, που έχει θέσι για σένα». Φαντάζεσαι ό'τι δεν έλειψα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν