Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Στο νεκροταφείο είναι μια μικρή πέτρα με την επιγραφή «Ο μικρός μας Σβεν». Είναι στημένη στο μικρό ύψωμα κάτω από μια φλαμουριά, που τα φύλλα της είναι τώρα μαδημένα. Πλάι στον κορμό της φλαμουριάς είναι ένα κάθισμα και στο κάθισμα κάθεται μια ολομόναχη, μαυροντυμένη γυναίκα με μακρύν πέπλο, όπως μιας χήρας.
Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους. λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις 120 έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη, και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε. και ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο· τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, 125 τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει· 'ς την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει, πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας. και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· 130 «Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι, ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύω 'ς τα χέρια μου, ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. αλλ' όσοι με υπερβαίνετε 'ς την δύναμιν, αρχήστε του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». 135
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω. και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. 155 τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις, ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι. μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. 160 αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμη 'ς τα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις, την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. 165 και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον, και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων. και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, εμείς αναπαυθήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 170 κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα• εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 175 ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη».
Γερά τα δόντια, καλό στομάχι, Και καταπιόνα μακρύν πλατύ, Από τους φίλους καθένας νάχη, Κι' όρεξιν όλοι και δυνατή, Εδώ δεν είναι λογομαχίαις Για Νόμους τάχα, και διαταγαίς· Τιμαίς δεν είναι για προεδρίαις, Μεγαλοσύναις και προσταγαίς. Γιομάτο στόμα, δοντιών φροντίδα, Συχνό κατάπιμα ηδονικό. Ουσία, γέψις, κοιλιάς ελπίδα, Και συχνορούφημα, πιοτό γλυκό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν