Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Το πήρε απόφασι και προχώρησε με αποφασιστικό βήμα. — Καλώς το Μαθιό. Άργησες, καλότυχε. Το γράμμα... Φέρε μας το γράμμα. Και άπλωσε το χέρι από το παράθυρο, να πάρη το γράμμα. Ο Μαθιός κοντοστάθηκε, ξαφνισμένος. — Μακάρι να είχα, παιδί μου. Στο χέρι μου είνε; Με το άλλο, πρώτα ο Θεός, ελπίζω να σας ευχαριστήσω. Κάνετε υπομονή. — Δε γίνεται, είπε η Ουρανίτσα. Το γράμμα τώχω. Ψάξε να το βρης.
Η μάννα της Ουρανίτσας, που άκουσε τη λογομαχία, πρόβαλε στο παράθυρο. Πώς μπορούσε να μην έχη γράμμα; Το όνειρο ήταν καθαρό. Ποτέ δε λαθεύτηκε. — Μαθιό, να ψάξης να βρης το γράμμα. Ο γαμπρός μας μάς έγραψε. Να ψάξης να το βρης. Ο Μαθιός δεν μπορούσε να εξηγήση την επιμονή τους. — Σα σας έγραψε θα το λάβετε. Τι να σας πω; Με το άλλο θα το λάβετε. — Δεν έχει άλλο και ξεάλλο.
Όλοι με τα μάτια βουρκωμένα τον άκουγαν. Κάποιος γύρισε και κύτταξε τον Μαθιό στριμωγμένο σε μια γωνιά. — Σαν την έβαλε ο Πειρασμός και πήγε και πνίγηκε, τι φταίω εγώ; είπε ο Μαθιός. Και ο Λαλεμήτρος, που τον έβγαλε ο Θεός στη μέση, ξημερώματα του Θεού, στραβομάρα είχε να τρέξη να την αρπάξη, να την πάη σπίτι της; Μόνο λέει τώρα πως δεν πήγε ο νους του πως ήταν η Ουρανίτσα.
Ένα παράθυρο μόνο έκλεισε δυνατά και ο κόσμος άρχισε να σκορπίζη, μουρμουρίζοντας. Δύο κορίτσια πέρασαν μπροστά στο Μαθιό, που σκούπιζε το κούτελο του απ' τα αίματα. — Την είδες την γουστερίτσα πώς έγινε! Και βαστούσαν τα γέλια με κουνήματα και σπρωξίματα. Ξημέρωσε η Κυριακή, μαύρη Κυριακή! — Να όψεται ο αίτιος, που πήρε το κορίτσι στο λαιμό του. Έλεγε ο Παπα-Δημήτρης κάτω στον καφενέ.
Ο Θανάσης ο Βιόλας, που καθότανε σκυφτός, μετρώντας τους κόμπους του κομπολογιού του, σήκωσε άξαφνα το κεφάλι του και χαμογέλασε. — Τι θέλεις να μας πης, Γιαννιό; είπε. Μην τύχη κι' αγαπάη το Μαθιό το κορίτσι; Κάτι θα ξέρης του λόγου σου. Ο Μαθιός κοκκίνησε ως ταυτιά. — Δεν ξέρω ποιον αγαπάει! είπε. Την καρδιά της την ορίζει ν' αγαπήση όποιονε της αρέσει. Κανενός δεν πέφτει λόγος.
Είχε γίνει χλωμή σαν τη ζαφορά. — Θα σε γελάσω, παιδί μου; Δεν έχει σου λέω. — Βαριέσαι να ψάξης, Μαθιό. Τόσα γράμματα έχεις στα χέρια σον. Θα είνε μέσα και το δικό μας. Δε γίνεται... Ο Μαθιός έκανε πως ψάχνει τάχα. — Δεν ξέρω εγώ, παιδί μου, τι έχω; Να! ορίστε, όλα τα γράμματα. Δεν έχει, σου λέω. Σαν είχα σας έφερνα. Με το άλλο.
Ο Γερο-Μαθιός ο γραμματοκομιστής, κάθε φορά που έπιανε το βαπόρι στο νησί, περνούσε απόξω απ' το σπίτι με στίβα τα γράμματα. — Έχομε τίποτα, Μαθιό; ρωτούσε η Ουρανίτσα απ' το παράθυρο. Τον περίμεν' εκεί από το ξημέρωμα του Θεού κάθε Παρασκευή. — Τίποτα, μάτια μου. Άμποτε να είχατε να σας το φέρω τρέχοντας. Δεν έχει, παιδί μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν