Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Το χτίριό της μεγάλο και σοβαρό· τις καμπάνες της πιο βροντερές, τους παπάδες της πιο καλοφορεμένους· τα κονίσματά της, τα ξεφτέρια, τους πολυέλαιους, το τέμπλο, τα μανουάλια πιο περίτεχνα. Κι αληθινά ήταν· δε μπορούσε νάχη παράπονο. Έμενε τώρα ν' αποχτήση κ' ένα θαματουργόν άγιο. Και να, που βρέθηκε το κόνισμα! Ήρθε ακάλεστο, λες κ' ήξερε την ανάγκη και την επιθυμία του.

Έπειτα την έβαλε μέσα εις ένα μεγάλο κογχύλι και το έσυρε να πλέη εις την θάλασσαν.

Ένα από κείνα της θεάς διαλέγει να χαρίσει, πούταν στα ξόμπλια πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο, λαμπρό σαν άστρο· κι' είτανε βαλμένο κάτου κάτου. 295 Και κίνησε, κι' ένα σωρό αρχόντισσες ξοπίσω.

Το αφεντικό μου, ο ντον Πρέντου, αδιαφορεί γι’ αυτό το κομμάτι γης: έχει τόσα άλλα κτήματα. Το μεγάλο, στο Μπάντε Σάλικε, εκείνο μάλιστα, δίνει παραγωγή. Τα φρούτα από ’δω το αφεντικό μου τα στέλνει πεσκέσι στις ξαδέλφες του, τις κυράδες σας, εκείνες όμως μένουν πάντα κλεισμένες μέσα όπως ο σκαντζόχοιρος στ’ αγκάθια του.

Σε ξεμολόγησα στο κελλί μου, και στα κόκκαλα εκείνα μου τορκίστηκες πως είνε αθώα η ψυχή σου από κάθε κρίμα, με την πολυάκριβη του ξαδέρφου σου του Μιχάλη, και πως μήτε στο νου σου δεν τόβαλες τέτοιο μεγάλο κρίμα. Τώρα να δευτερώσης τον όρκο σου και στο Βαγγέλιο απάνω, και φιλώντας το να γυρίσης και ναγναντέψης κατάματα τον αξάδερφό σου, και να του φανερώσης ξάστερη την αλήθεια.

Έτσι περπατούσε μαζί μου ένα βράδι στο μεγάλο δρόμο, όπου δεν απαντούσαμε κανέναν και γι' αυτό τον προτιμούσαμε.

Χιμίζει ό αέρας να σε ρίξη κάτου, συ θεριεύεις ανάμαλλο μεμιάς, στο αγρίεμα, στο θυμό, στο βούισμά του βουίζεις, αγριώτερα βογκάς. Κι αυτό τα πόδια που σου έγλυφε, τώρα να σε γκρεμίση ορμά και το νερό. Το αψηφάς· με το σίφωνα, την μπόρα συ παλεύεις μεγάλο, δυνατό. Και σε θωρώ: γαληνεμένο πάλι, ορθό, ψηλό στη μολυβένια αυγή, μόνο η δαρμένη φυλλωσιά τη ζάλη, την αντάρα της νύχτας μαρτυρεί.

Ήτο δηλαδή ένα μεγάλο σκυλί, που ωνομάζετο Αγιόλας, και ήτο του πατρός του Ρούντυ, και ένας γάτος· μάλιστα αυτός ο γάτος ήτο εν τιμή εις την ψυχήν του Ρούντυ, γιατί τον είχε μάθει την α ν α ρ ρ ί χ η σ ι ν.

Βλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό ; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη Το μικρό του το κορμί, Μάκρου πλάτου να φουσκόνη Μ' όση μπόρεγεν ορμή.

Βρίσκοντας αφορμή το κεφάλι του που πονούσε, λέει, από την αποψεσινή την αγρυπνία, τράβηξε αυτός ίσια σπίτι του. Οι άλλοι όλοι μπήκανε στης Μιχάλαινας. Είταν εκεί μαζεμένες και μερικές αξαδέρφες, αντραδέρφες, γυναικαδέρφες, και συννυφάδες, προσμένοντας τους άντρες τους από το καπελιό. Μεγάλο γλέντι δεν έγινε, ξαποσταμένοι όντας οι πιώτεροι από ταπονύχτερα ξεφαντώματα.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν