Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Ώστε όποιος διαβάζοντας τους βυζαντινούς χρονογράφους θαρρέψη πως θα παρακολουθήση και την ιστορία της καθαυτό γλώσσας, κάμνει μεγάλο λάθος.

Μας έφερε ένα μεγάλο μπρίκι γεμάτο γάλα. Ο Λευθέρης εβουτούσε το ψωμί του μέσα, εμάσσαε της μπουκιές, κ' ερροφούσε το γάλα. Εγώ έτρωγα ψωμί και εληές. Η τσοπάνισσα τότε, σαν είδε που το ψωμί μας ήτο μπαγιάτικο, δύο-τριών ημερών, μας έφερε μια μεγάλη πλακόπηττα ανεβατή, φρέσκη της ημέρας, και μου την έδωκε. — Τι πειράζεσαι; είπα. Κ' έβαλα την πήττα μέσ' το ταγαράκι μου.

ΚΕΝΤ Και απέδειξε την λύπην της η βασίλισσα, όταν της έδωκες τα γράμματα; ΙΠΠΟΤ. Τα έλαβ' απ' το χέρι μου, τ' ανέγνωσεν εμπρός μου, και πού και πού εστάλαζε ένα μεγάλο δάκρυτα εύμορφά της μάγουλα. Ενόμιζες πως θέλει κ επάνω εις την λύπην της βασίλισσα να είναι· κ' η λύπη δεν υπήκουε, αλλ' επαναστατούσε κ' εις την ψυχήν της ήθελε να βασιλεύη μόνη. ΚΕΝΤ Ω! Εταράχθηκε πολύ;

Και τότε ο πολεμόχαρος Μενέλας σαν τον είδε που τρανταχτά δρασκέλιζε ολόμπροστα απ' τους άλλους, χάρηκε σάμπως λέοντας που βρίσκει ένα μεγάλο κόματο, ή διπλοκέρατο ζαρκάδι ή αγριογίδι, πεινώντας· τι μ' απόφαση το χάφτει κι' αν ακόμα 25 τον διώχνουν τα γοργά σκυλιά κι' οι νιοι οι παλικαράδες· έτσι ο Μενέλας χάρηκε σαν είδε το λεβέντη Αλέξαντροτι είπε στο νου «θα γδικιωθώ τον κλέφτη!» — και χάμου αμέσως πήδηξε με τ' άρματα οχ τ' αμάξι.

Κείντα γενήκαν αυτά τα γράμματα; Εμένα δε μου φέρανε κιανένα. Μην πα κη μάνα σου... — Ήγραφά τα, μα δεν τάπεμπα. — Γιατί δεν κατέω να τα διαβάσω; — Εφοβούμουνα να μην πέσουν σε ξένα χέρια και τανοίξουνε. Το Βαγγελιό σκέφθηκε. — Κρίμας, είπε, να μη μου τα πέψης! Θα μου κάνανε μεγάλο καλό. Ίσως και να μην αρρώσταινα. — Ήμαθα πως ήσουν αρρωσταρά. — Είμαι, παιδί μ', ακόμη. Δεν το θωρείς;

Η σκοτεινιά της νύκτας, η &Γέφυρα των στεναγμών&, η ωμορφιά της γυναίκας, και ο αέρος του ρωμαντισμού που επλανάτο απάνω στη στενή διώρυγα. Μαύρη, πίσσα ήταν η νύκτα. Το μεγάλο ρολόγι της περίφημης &Πιάτζα& εσήμαινε την 5ην ώραν. Η &Πλατεία του Καμπανέλου& ήταν έρημη και σιωπηλή και τα φώτα του παλαιού παλατιού των Δόγηδων ήσαν σβυστά σχεδόν όλα.

Ξαναφώναξε τότες ο λαός τις συνηθισμένες του ευκές, και κατέβηκε τέλος ο Βασιλέας από το κάθισμα, πήγε στην εκκλησιά με παράταξη, και σαν ψάλθηκε η δοξολογία κι αγιάστηκε η κορώνα, κοινώνησε, και γύρισε στο παλάτι. Εκεί τελέστηκε κ' η «προαγωγή» του νέου Επάρχου, έπειτα δόθηκε μεγάλο τραπέζι σ' όλους τους συγκλητικούς και τους μεγιστάνες. Ερχόμαστε τώρα στην ιστορία του Αναστασίου.

Μήτε απελπισμό ξέρω μήτε απελπισία· πώς να σου το πω; Είναι πιο μεγάλο το κακό μου και γιατρεμό δεν έχει. Είναι η ανελπισιά. Εσύ που πολεμάς με τους δασκάλους, εσένα που οι δασκάλοι σε πολεμούνε, το στομάχι σου είναι γερό κι από τέτοια δε νοιώθεις.

Το αηδόνι κατέβηκε ένα κλαδί χαμηλότερα και ξαναείπε στην όμορφη χήρα: — Βλέπεις το μεγάλο δρόμο με τις ψηλές τις λεύκες; Αποκεί πήγε ο καλός σου. Πέρασε τη ρεματιά σαν αστραπή και σταμάτησε κοντά στη μαρμαρένια βρύση. Εκεί, κάτω από δυο γέρικες βαλανιδιές, είναι το σπίτι της καλής του. Η όμορφη χήρα έβαλε ένα βαθύν αναστεναγμό και σωριάσθηκε στο χώμα.

Μα ζούσε απέθανε ο θειος του, είταν πια τότες το ίδιο, επειδή αμέσως πήρε τα χαλινάρια στα χέρια, κι άρχισε νανοίγη το δρόμο για το μεγάλο του όνειρο, την κατάχτηση της δυτικής αυτοκρατορίας. Πρώτη πρώτη του πράξη είτανε να πιάση στενή φιλία με το Βασιλέα των Βαντάλων της Αφρικής, τον Ιλδερίχο.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν