United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπα, δεν με πειράζουν· απήντα λακωνικώς ο Μάρτης. Ούτως έγεινεν η μοιρασά. Οι λοιποί μήνες ήρχισαν να πίνουν μετά φειδούς· αλλ' ο Μάρτης από της ώρας εκείνης εκόλλησεν εκεί, ως βδέλλα ροφών αδιακόπως. Άνωθεν αυτού το βαρέλι με της θεώρατες δούγες και τα χονδρά του στεφάνια ίστατο υψηλόν, σοβαρόν και ήσυχον, ως μεγάλη αγελάς ισταμένη να την αμέλγουν ενώ μασσοί το χόρτον της αταράχως.

Ο Μάρτης επέρασε· τα κατσίκια έπιασαν το βυζί· τι είχε πλέον να φοβηθή; Αλλ' ενώ ταύτα εσκέπτετο και ύψωνε τους οφθαλμούς της θριαμβευτικώς, ως άνθρωπος διαφυγών μέγαν κίνδυνον, τον οποίον ενόμιζε πρότερον αναπόφευκτον, βλέπει έξαφνα τον ουρανόν σκεπασμένον υπό μαύρον, κατάμαυρον μανδύαν νεφών.

Μη βάνεις εκείνη· κάποιος με σκούντησεν από πίσω. . . Εμένα ο Μάρτης είνε φίλος μου. Ο Απόστολος Πέτρος δεν ηρνήθη τόσον εντόνως την γνωριμίαν του Ιησού προ της ωραίας Ιουδαίας, όσον οι μήνες την συμμετοχήν των εις την κατά του Μάρτη επίθεσιν προ του ίσκιου του, προ του ονόματός του μόνον.

Έκαμαν δώδεκα τρύπας εις το βαρέλι και καθένας εζήτει την υψηλοτέραν, νομίζων ότι θα ελάμβανεν ούτω και το περισσότερον ποσόν του οίνου. Ο Μάρτης που είνε ο εξυπνότερος μήνας και παίζει τους άλλους εις τα δάκτυλα, με όσην ευκολίαν το μικρό παιδί τα πεντόβόλα, ίστατο πλησίον ατάραχος, σιωπηλός, παρατηρών αυτούς με το ειρωνικόν του μειδίαμα.

Ο γέρω Μάρτης εκόλλησε πάλιν το στόμα του εις το παπίρι του βαρελιού και ήρχισε να ροφά τον εν αυτώ οίνον. Ο Μάρτης είνε σωστός οινοπότης· αγαπά τον οίνον όσον δεν αγαπά ο διάβολος τον αγιασμόν· θα ήτο πολύ ευχαριστημένος αν ο αήρ, τον οποίον αναπνέει, ήτο όμοιος με τον εξερχόμενον εξ οινοβαρέλας εκπωματιζομένης.

Ο Μάρτης του ωμίλησε με τόσην γλυκύτητα φωνής, με τόσον ήπιον τρόπον, ως άνθρωπος ο οποίος έχει ρίψει μακράν απ' αυτού τα μίση και τα πάθη και σκέπτεται μόνον διά την σωτηρίαν της ψυχής του. Πας άλλος εκτός του Φλεβάρη, γνωρίζων τον πανούργον αυτού χαρακτήρα, θα εμάντευεν ότι υπό την επίπλαστον εκείνην αγαθότητα εκρύπτετο κάτι τι σοβαρόν δι' αυτόν.

Ότε δε ο Απρίλης ήλθε και αποκατέστη η γαλήνη της φύσεως, η καλύβα και το μανδρί της γρηάς είχον καταπλακωθή υπό παχύτατον στρώμα χαλάζης, επί του οποίου μύρια πολύχροα πρίσματα εσχημάτιζον αι ακτίνες του ηλίου. . . Ο Μάρτης ότε είδε τελειωμένην την εκδίκησίν του, περιχαρής και θριαμβεύων εισήλθεν εις το σπήλαιον. — Έλα, γέροντά μου· δος μου της 'μέρες μου 'πίσω' είπεν ο Φλεβάρης μειδιών.

Καλέ τι γατί 'ναι τούτο ; ! Δε μου το πιάνει εμένα το μάτι μου ! δεν είναι για ζωή ! Μπά- μπα-μπα-μπά- μπα ! Αμή λίγο τόχεις ; ποιός ξέρει με τι φόβους και τι καρδιοχτύπια σπάρθηκε. Για στάσου ! πότε πέθανε η Βεργινία ; Είχε δώδεκα ο Μάρτης.

Αχ! είπε τέλος ο Μάρτης, ανεγείρων μετά κόπου την κεφαλήν και φράσσων διά του αντίχειρος την τρύπαν του βαρελιού, απόστασα. . . μα τι κρασί! 'σαν το γάλα πηγαίνει κάτω· γλυστράτο λάρυγγα, 'σαν το φίδιτα χόρτα. Ηθέλησε να σταθή όρθιος, αλλ' οι πόδες έτρεμον υπό το βάρος του σώματός του, κ' εκάμπτοντο ως κλάδοι λυγαριάς· τ' αυτιά του εβόιζον.

Συμμετέσχε και αυτός της προσβολής, έδωσε και αυτός ένα χέρι και όχι μόνον δεν εθύμονε, δεν εζήτει εκδίκησιν ο Μάρτης, αλλ' αναγνωρίζων το δίκαιόν του επροσφέρετο να τον κεράση κι' όλα. . . Βεβαίως εάν και οι μήνες ήσαν θνητοί, ως οι άνθρωποι, ο Μάρτης θα επήγαινε με τα παπούτσια εις τον Παράδεισον.