United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, δέχεται· έκαμε η κόρη με το κεφάλι για να κρύψη τ' αναφυλλητό της. — Μα τι; κλαις βλέπω!.. επρόσθεσε κυττάζοντάς την κατάματα· μη σέβρισε ; — Τσ... έκαμε κείνη· άκου. Τον έσυρε σιγά ως την πόρτα του γραφείου και στάθηκαν εκεί σκυφτοί και λυπημένοι για κάμποση ώρα. — Πάμε, είπε ο Δημητράκης, σέρνοντας κατόπιν του την κόρη· δε βαστώ πια. Μου φαίνεται πως ακούω ψυχομάχημα...

Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, 185 αναπαυθήκαμεν εμείςτην άκρα της θαλάσσης. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «ω σύντροφοί μου αγαπητοί και λυπημένοι, ακούτε• που είν' η αυγή δεν ξεύρουμε και που το σκότος είναι, 190 το μέρος όπου ο φωτιστής ο ήλιος βασιλεύει, κ' εκείν' όπου σηκόνεται• πλην ας σκεφθούμε τώρα κάποι' αν υπάρχει μηχανή• κ' εγώ δεν την ευρίσκω. ότι απ' αγνάντιο πετρωτόν εγώ την νήσον είδα, 'που ωσάν στεφάνι απέραντος την περιζώνει ο πόντος. 195 κείτεται η νήσος χαμηλή, και μες την μέση εκείνης είδα καπνόν ανάμεσατα πυκνωμένα δάση».

Απαιτείται μακρός χρόνος να διηγηθώ τα των ποιητών, οι οποίοι με θειότερα στόματα τα του βίου προφητεύουσι• πόσον κλαίουν την ζωήν• έν δε μόνον, το αξιολογώτατον, θα ενθυμηθώ, το οποίον λέγει: «Ούτω οι θεοί προώρισαν εις τους δυστυχείς θνητούς, να ζώσι λυπημένοι». Ο δε Αμφιάραος τι λέγει; «Εκείνος τον οποίον εγκαρδίως ηγάπα και ο Ζευς ο κρατών την αιγίδα και ο Απόλλων, δεν έφθασεν εις το γήρας». Ο δε διδάσκων «να θρηνή ο γεννηθείς, διότι έρχεται εις τόσα κακά», πώς σου φαίνεται; Αλλά σταματώ μήπως παρά την υπόσχεσίν μου μακρύνω τον λόγον ενθυμούμενος και άλλων.

Και σε μια στιγμή αδειάζουν τις σακούλες τους στην πλάκα και παίρνουν από κείνα, περήφανοι και κάπως λυπημένοι που δε μπορούν ν' αγοράσουν περισσότερα. Έτσι πέρασαν τη ζωή τους ο γέρο Μαλαματένιος κ' η γυναίκα του. Δούλευαν το κλήμα, δούλευαν και τα εργόχερα. Μα δούλευαν μονάχα· ήταν τα χέρια τα καλά και τα χρήσιμα και τίποτ' άλλο. Η τέχνη που τάκανε τόσο ποθητά ήταν η ψυχή της Ελπίδας.

Ανέβαιναν με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και ήταν λυπημένοι, αλλά ταυτόχρονα και χαρούμενοι, επειδή τα είχαν χάσει όλα και τα είχαν διασώσει όλα. Οι γυναίκες ειδικά κοίταζαν επάνω από τ’ άλογα μέσα από την κορνίζα που σχημάτιζε το σάλι τους, με μεγάλα αφηρημένα μάτια τους, που στιγμές στιγμές σπιθοβολούσαν από χαρά. Κάτι τις τρόμαζε, κάτι τις χαροποιούσε, ίσως ο ίδιος τους ο φόβος.

Κι αφού τους ηύρε να μετράνε το κριθάρι, που τώχανε λιχνίσει προλίγο, και νάναι λυπημένοι επειδή λίγο έλειψε να είναι λιγώτερο από όσο είχανε σπείρει, για κείνα τους επαρηγόρησε, λέγοντας ότι τα ίδια είχανε γίνει παντού, κ' ύστερα τους εζητούσε το Δάφνη για τη Χλόη.