Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Ξέρετε, αγαπητέ μου Αγαθούλη, πως ήμουν υπερβολικά ωραίος· έγινα ακόμη περισσότερο· έτσι ο αιδεσιμώτατος πατήρ Κρουστ, ο ηγούμενος, αισθάνθηκε για μένα την τρυφερότερη φιλία· μούδωσε το ένδυμα του δοκίμου· μετά λίγον καιρό με στείλανε στη Ρώμη.
Πάμε να πάρουμε λίγον αέρα; — Με συγχωρείτε, είπ' εκείνος, συντροφεύοντάς τους ως την πόρτα. Θα μείνω να εργασθώ ακόμα. Δεν καλόκατσε στη δουλειά του κι ακούστηκαν έξω οι φωνές των δύο νέων να τραγουδάν δυνατά : Εγώ γεννήθηκα για σε, γεννήθηκες για μένα, Θαρθή καιρός ναδερφωθή η γλώσσα με την πέννα. Οι φωνές σαν λιανά λιανά κρούσταλλα έπεφταν και θρυμματίζονταν στην πόρτα του γραφείου.
Ο Αγαθούλης έμεινε ακόμα λίγον καιρό στο Σουρινάμ και περίμενε όσο νάβρη κανέναν άλλον πλοίαρχο να τον πάη στην Ιταλία, αυτόν και τα δυο πρόβατα, που του είχαν απομείνει. Πήρε υπηρέτες κι' αγόρασε ό,τι του χρησίμευε για ένα τόσο μακρύ ταξείδι. Τέλος ο κύριος Βάντερντέντουρ, αφέντης ενός μεγάλου καραβιού, παρουσιάζεται σ' αυτόν.
ΣΤΕΦΑΝ. Λέγε τώρα την ιστορία σου. — Στη ζωή σου στέκα παρέκει. ΚΑΛΙΜΠ. Πάρ' τον καλά, καλά· — σε λίγον καιρό ως κ' εγώ θα τον βαρώ. ΣΤΕΦΑΝ. Στέκα παρέκει. — Έλα, μπροστά!
Αλλά οι προδότες είπαν: «Βασιληά, άκουσε τη συμβουλή που τίμια σου δίνουμε και πιστά. Εσυκοφάντησαν τη Βασίλισσα, άδικα, το παραδεχόμαστε. Αλλά, αν ο Τριστάνος κι' αυτή γυρίσουν μαζύ στην Αυλή, πάλι θ' αρχίσουν τα λόγια. Άφησε καλλίτερα τον Τριστάνο να φύγη για λίγον καιρό, και μια μέρα βέβαια θα τον ανακαλέσης».
Πού να τον φθάσουν πλέον οι Αλβανοί; Έτρεχε με ταχύτητα αιγάγρου. Εν τοσούτω δεν παρέλειψε να περάση από τον δρόμον της Ζερβούδαινας. Εκεί εβράδυνε το βήμα του. Η χήρα εστέκετο εις την θύραν μέσα δ' εκάθητο η Μαργή και είχε τα μάτια κόκκινα από δάκρυα. — Φεύγω, γιατί με ζυγώνουν οι Αρναούτες, είπε προς την μητέρα ο Μανώλης. Μόνο να μ' ανημένη το Μαρούλι. Ύστερ' από λίγον καιρό θαρθώ να την επάρω.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ 'Σ τους άνδρας πού εχάθηκε τιμή και πιστοσύνη; Είν' όλοι των επίορκοι και ψεύται και προδόται. — Πού είν' ο Πέτρος; ήθελα 'λίγον ρακί. — Η λύπη και ο καϋμός μ' εγήρασαν· 'ντροπή εις τον Ρωμαίον! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Άφτραις να βγάλ' η γλώσσα σου διά τον λόγον τούτον! Δεν εγεννήθηκε αυτός να ήν' εντροπιασμένος! Η εντροπή εντρέπεται να ιδή το μέτωπόν του.
Το μεγάλο το κακό είνε που οι άλλοι οι Ρωμιοί που δεν πιάνουνε κοντύλι, δεν πιάνουνε μήτε βιβλίο στο χέρι τους! Δε μιλώ για κείνους που μελετούνε, μήτε για κείνους που το θαρρούνε χρέος τους να διαβάσουνε μερικά βιβλία, μάλιστα ξενικά, και τέλος μήτε για όσους τους αρέσει να διαβάζουν κάποτες για να σκοτώνουνε λίγον καιρό και μ' αυτόν τον τρόπο.
Είχε πλαστεί να γίνη ευτυχισμένη κ' έπειτα να πεθάνη κ' ήρθε η μέρα, που είτανε σκληράδα να ήθελε κανείς να τη βιάση να ζήση. Δεν μπορούσε να λυπηθή λίγον καιρό κ' έπειτα να λησμονήση. Μπορούσε μόνο να λυπάται και να πεθάνη. Και γω έπρεπε να γνωρίζω πως έλεγε πάντα την αλήθεια και την έλεγε περσότερο τότε όταν τα λόγια της μου φαινόντανε παράξενα κι απίθανα.
Τον ξώρισαν στην Τρίπολη της Μπαρμπαριάς κεκεί τράβηξε μεγάλα βάσανα. Στον καιρό του Φωτιάδη, οι βουλευτές της Κρήτης τον ζήτησαν μαζή μάλλους εξόριστους. Γύρισε στην Κρήτη, αλλά πτώμα. Ήρθε φθισικός κύστερα από λίγον καιρό πέθανε. Τις τελευταίες τον ώρες έγραψε σένα φύλλο χαρτί τα εξής, σαν πατριωτική του διαθήκη: Σ τ ο ν τ ύ ρ α ν ν ο,
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν