United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο φύλαξ έμεινεν έκπληκτος, όταν ο κόμης του απήντησε: «πήγαινε να τον ερώτησης αν είναι Χίος, και αν είναι από την Χίον, είπε εκ μέρους μου εις τον υγειονόμον να του δώση έν καλόν δωμάτιον, και μετ' ολίγον θα έλθω να τον ιδώ», — Ενώ λοιπόν ο Αντώνιος εσκέπτετο το τί ποιητέον, καθότι ενόμισεν ότι ο Μεχμέτ Αλή Πασσάς επρόφθασε να ειδοποιήση την δραπέτευσίν του, και ότι θα τον συλλάβουν διά να τον παραδώσουν ή αποπέμψωσιν εις την Αλεξάνδρειαν, η έκπληξίς του εκορυφώθη, όταν επιστρέψας ο φύλαξ ερωτά από ποίον τόπον είσαι; άμα ήκουσεν από την Χίον, του λέγει πολύ καλά, αποκαλύπτει την κεφαλήν και του λέγει, ότι: έχω εντολήν από τον Αυθέντην Σινιόρ κόντε να ειπώ του υγειονόμου να σας παραχωρήση έν καλόν δωμάτιον, και μετ΄ολίγον θα έλθη και ο ίδιος να σας ιδή.

Αυτός δε είπε• Αν λέγη ο Τυχιάδης ότι μόνον των βιαίως αποθανόντων αι ψυχαί επιστρέφουν, π. χ. αν κανείς εκρεμάσθη ή απεκεφαλίσθη ή ανεσκολοπίσθη ή κατ' άλλον τοιούτον τρόπον απέθανε, όχι όμως και αι ψυχαί εκείνων οίτινες αποθνήσκουν με φυσικόν θάνατοναν λέγη αυτό δεν λέγει πολύ παράλογα πράγματα. Μα τον Δία, είπεν ο Δεινόμαχος, δεν τα παραδέχεται καθόλου, ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι φαίνονται.

Την αυγήν πάλιν την παρακαλεί να παύση, και αυτή του λέγει, ότι, αν δεν μου ειπής το τι είπεν ο γάιδαρος, εγώ δεν θέλω παύσει να κλαίω. Της αποκρίνεται ο άνδρας, ότι, αν σου το ειπώ, κινδυνεύει η ζωή μου. Και αυτή λέγει του, ας γίνη ότι γίνη, θέλω να το μάθω, ειδεμή από την λύπην μου και από το κλαύσιμον αρρωστώ και αποθνήσκω.

Λέγει του ο ψαράς· μα διά ποίαν αφορμήν; τι σου έπταισα; Απεκρίθη το Τελώνιον· άκουγε την αιτίαν διά να βεβαιωθής από την ιστορίαν μου, ότι πρέπει να σε θανατώσω.

Ο πανάθλιος ψαράς ακούοντας τέτοιαν απάνθρωπον αχαριστίαν, με όλες τις παρακλήσεις που του έκαμε, με την ξαναθύμησιν της ευεργεσίας, και με άλλας πολλάς υποσχέσεις, μη δυνάμενος να καταπείση το Τελώνιον διά να αλλάξη μίαν τέτοιαν άλογον και παράνομον απόφασιν έπεσεν εις μεγάλην λύπην βλέποντας τον κίνδυνον της ζωής του· εστοχάσθη όμως μίαν πανουργίαν διά να τον αποφύγη διότι η ανάγκη εφευρίσκει τέχνας· λέγει προς το Τελώνιον· προτού να εκλέξω το είδος του θανάτου μου, σε εξορκίζω εις το όνομα του μεγάλου προφήτου Μαχάονος, που ήτον εσφραγισμένον εις την βούλλαν του Σολομώντος να μου ειπής την αλήθειαν, αν ήσουν συ μέσα εις αυτό το αγγείον· και αν μεν ούτως έχη κάμε όρκον εις το όνομα του μεγάλου αυτού Προφήτου, και τότε θέλω πιστεύσει.

Πρόδικος Αλλά τι νομίζεις, είπεν ο Πρόδικος, Σωκράτη, ότι ο Σιμωνίδης λέγει άλλο πράγμα, και όχι αυτό και ότι δεν προσβάλλει τον Πιττακόν, διότι δεν ήξευρε να μεταχειρίζεται σωστά τας λέξεις, επειδή ήτο από την Λέσβον και είχεν ανατραφή με βάρβαρον γλώσσαν; Σωκράτης Ακούεις λοιπόν, είπον εγώ, Πρωταγόρα, τι λέγει απ' εδώ ο Πρόδικος; Έχεις τίποτε εις αυτά ν' απαντήσης; — Και ο Πρωταγόρας είπε·

Σωκράτης Βεβαίως καλά, φίλε μου, τα λέγει· πρέπει όμως εξετάζοντες τον ορθόν λόγον προς τα του Ιπποκράτους, να ερευνήσωμεν εάν ευρίσκωνται εις συμφωνίαν. Φαίδρος Παραδέχομαι. Σωκράτης Εις το περί φύσεως λοιπόν εξέταζε τι λέγει και ο Ιπποκράτης και ο ορθός λόγος. Φαίδρος Πλησιάζομεν Σωκράτη, εις το τέλειον.

Η κυρία Πηνελόπη διαρρήγνυται εις άσβεστον γέλωτα, ο δε Ιωάννης ετοιμάζεται ν' αναχωρήση, ίνα μεταβή εις παραλαβήν της ευτυχούς ομολογίας του, ότε ο υπηρέτης εισέρχεται και πάλιν εις την αίθουσαν, φέρων διά της μιας χειρός επιστολήν, και κρατών διά της άλλης υπερμέγεθες δέμα βιβλίων. — Τι είνε πάλιν αυτά; ερωτά ο Περδίκης, — Ένα παιδί τα έφερε. Είνε έξω, και περιμένει, λέγει, απάντησιν.

Ο Δαρείος επεθύμησε τον μανδύαν και πλησιάσας εζήτησε να τον αγοράση· ο δε Συλοσών, βλέπων την ζωηράν εκείνην επιθυμίαν και ωσεί παρακινούμενος υπό θείας εμπνεύσεως, τω λέγει «Εγώ μεν δεν πωλώ αυτόν αντί ουδεμιάς αξίας· εάν δε επιθυμής να τον έχης, σε τον δίδω άνευ αποζημιώσεως.» Ο Δαρείος τον ευχαρίστησε και έλαβε το φόρεμα.

Διότι όταν δεχώμεθα ότι είναι και ταυτότης και όχι ταυτότης, δεν τα λέγομεν και τα δύο κατά τον ίδιον τρόπον, αλλά οσάκις λέγομεν ότι είναι ταυτότης, το λέγομεν διότι συμμετέχει η ταυτότης από αυτήν, οσάκις δε πάλιν λέγομεν ότι είναι όχι ταυτότης, το λέγομεν διότι συγκοινωνεί με την ετερότητα, ένεκα της οποίας αποχωρίζεται της ταυτότητος και γίνεται όχι ό,τι λέγει αυτή, αλλά διαφορετικόν, ώστε και τότε πάλιν ορθώς λέγεται όχι ταυτότης.