Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Εσύ τα φταις, απού τον αφήκες κ' επήρε μούρη, κρίμα στο μπόι σου! Ο Μανιόλης εζάρωσε. — Μα είντα κάθεσαι και μου λες, είπεν η Ρηγινιώ, πως δεν μπορεί να το κάμη; Ντ' αύτη 'ν' η τέχνη του. Μάγος δεν είνε; — Ό,τι διάολο θέλει ας είνε· μεμένα δεν μπορεί να τα βάλη, γιατί κατέει ποιος είμαι. Εκατάλαβες; Και τέτοιες κουβέντες δε θέλω να τσι ξανακούσω.

Η απάντησή μου έφερε σαμηχανία τη μητέρα μου, που σαν όλες οι γυναίκες, πίστευε τα όνειρα. — Είδες το αληθινά αυτό το όνειρο; — Τώδα, σου λέω. — Μα σούπε κ' η Παναγία πως άνε πηαίνης στση Βαγγελιάς δεν είνε φόβος να πάρης το χτικιό; Είπε σου το αυτό; — Δε μου τώπε. — Μα σου το λέω 'γώ κιαυτό φοβούμαι. Μαγάρι να γιάνη η κακομοίρα η Βαγγελιά. Ο Θεός το κατέει άνεν το θέλω.

Να θυμάσαι μια άχαρη κοπελιά, που σαγάπα και θα πάρη την αγάπη της και στον άλλον κόσμο. Γιαυτή μου την αγάπη δε θέλω και νάρχεσαι κοντά μου. Να περνάς πότε πότε να σε θωρώ απ' αλάργο, ναι· και μόνο τσι μέρες που θα πας στη χώρα νάρθης να μαποχαιρετήξης. Ποιος κατέει α θα ξαναδωθούμε;

Κατέει ο μπουρμάς είντα 'ν' ο χουρμάς; είπεν ο Σαϊτονικολής σείων την κεφαλήν, ενώ παρετήρει τον υιόν του απομακρυνόμενον. Έπειτα στραφείς προς την ανησυχούσαν σύζυγόν του, της είπεν: — Έγνοια σου και να του περάση θέλει. «Σα μεθυσμένος φαίνεται, μεθυσμένος δεν είνε· σαν βούι πάει, βούι δεν είνε.

Αφού ησύχασε μου λέγει: — Ήκουσες, Γιώργο μου, είντα σούπα; Να κάμης κατά πως σ' αρμηνεύγει η μάνα σου. Αυτή κατέει καλλίτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο. — Κιαπό τουλόγου σου; — Κιαπό μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σούπα πως η δική μου αγάπη δε μπορεί νάνε για καλό σου; — Και μου λες να μη σ' αγαπώ μπλειο;

Όπου δεν είσαι του λόγου σου, ο κόσμος μου φαίνεται έρμος και σκοτεινός. Πιάνω να διαβάσω και δε μπορώ να συμμαζέψω το νου μου. Ο νους μου γίνηκε νερό κιόλο σε σένα τρέχει....» Το Βαγγελιό μούκοψε το διάβασμα κείπε: — Γιάε το πονηρό, μαντινάδες απού τσι κατέει! Και πώς τσι ταιριάζει όπου πρέπει! «Πώς θα τόνε περάσω τόσον καιρό, που θα κάνω να σε δω. Η μέρες μου φαίνουνται χρόνοι.

Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

Κιανείς δεν κατέει. Όλο ανήμπορη κιαρρωσταρά νε. Δε μπορεί καλά καλά να σηκώση το σταμνί να πάη στη βρύση. Και με τη μάνα σου' νε στα μαχαίρια, μα είντα 'χουνε δε μπόρεσα να καταλάβω. Η μάνα σου δε θέλει να τη δη στα μάτια τση και λέει και κακά λόγια για την καϊμένη την κοπελιά. Μ' αυτή δεν ανοίγει το στόμα τση. Ποτέ δεν την ήκουσα να πη κακό για τη μάνα σου.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν