United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως και τώρα ακόμα τη βλέπω την πέτρα που κάθισε ο γέρος και πήρε στα γόνατά του το τρομασμένο μου ταγγελούδι, και θαρρώ πως τάφο κοιτάζω. Τη βλέπω καλά την πέτρα, και το θαμάζω που δεν είναι ραγισμένη, δεν άλλαξε καθώς άλλαξαν όσοι κάθισαν εκεί απάνω, μήτε σηκώθηκε να φύγη καθώς εκείνοι.

Αυτά 'πα, και η καρδία τουςτα λόγια μου ερραΐσθη, και αυτού καθίσαν, έκλαιαν• ανέσπααν τα μαλλιά τους, αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα, εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. 385 και ως άπλοναντο φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος, ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει, και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. 390 και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα, εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος με λόγια γλυκομίλητααυτούς εστάθη κ' είπε· «Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον· απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέριατο φαγί μας 395 θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε».

Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν, 470 κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι άνδρες κερνούσαν τα κρασίολόχρυσα ποτήρια, και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου 475 τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο».

Όταν έβρασε ο πετεινός και κάθισαν στο τραπέζι να φαν, ο Ξενιτεμένος μας έβγαλε από το σακκούλι του τα τρία ψωμιά, που τούχε δώσει ο αφεντικός του, και κόβοντας τα στη μέση, ηύρε στο καθένα από εκατό φλωριά, ήτοι όλους τους μιστούς των είκοσι ενός χρόνων πούχε δουλέψει! Όταν απόφαγαν, έκαναν το σταυρό τους και πλάγιασαν, ο Ξένος από τη μια τη μεριά και η γυναίκα του από την άλλη, μαζύ με τον νέο.

Κατέληξαν, ωστόσο, στο καπηλειό που ήταν σχεδόν έρημο. Δυο άντρες μόνο έπαιζαν σιωπηλοί και ένας τρίτος κοίταζε τη μια τα χαρτιά του ενός, την άλλη του άλλου, όμως με ένα νεύμα τού ντον Πρέντου πλησίασε τους νεοφερμένους και κάθισαν και οι τέσσερεις γύρω από ένα άλλο τραπέζι.

Και καλά που βρέθηκαν οι Τούρκικες εκείνες οι διαφορές και τα φόρτωσαν όλα απάνω τους. Κ' έτσι έμεινε η Μιχάλαινα, και μερικές άλλες παντρεμένες και λεύτερες, άγνωρες κ' ήσυχες μέσα στο μεγάλο το σούσουρο που έπαιρνε κ' έδινε. Κάθισαν, κεράστηκαν, έβγαλαν τα καπνά τους, τα λέγανε, και περνούσε η ώρα. Οι άλλες οι παρέες πάλε, τα δικά τους κι αυτοί, τώρα όμως διαφορετικές ομιλίες.