Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Τα πλείστα όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το &κρυφτάκι&, και άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του φρέατος. Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις τριετής, ως είπομεν, εξέπεμπε χαρμοσύνους κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και αυτή κατόπιν των άλλων παιδίων.

Εβοήθει τον άθλιον ερημίτην εις την καλλιέργειαν του μικρού κήπου του, επισκευάζων τα εργαλεία του, προμηθεύων σπόρους, δίδων συμβουλάς. Έμενε συνομιλών με τον ασθενή, εξοικειωθείς εκ της μακράς συνηθείας προς το απεχθές νόσημά του. Και τον επερίμενεν ο λεπρός, μετρών τας ημέρας και τας ώρας μέχρι της προσεχούς επισκέψεως. Ο Γεροθανάσης ήτο ο μόνος σύνδεσμος μεταξύ αυτού και του λοιπού κόσμου.

Εξήλθομεν της καλύβης και διηυθύνθημεν εν σιωπή προς την άκραν του κήπου, υπό την γνωστήν μηλέαν. Έδειξα εις τον γέροντα το σημείον. Το ενθυμούμην καλώς. Ενόμιζα ότι βλέπω εισέτι τον πατέρα μου σκάπτοντα αντικρύ μου, και τους δύο σάκκους εις το χείλος του ανοιγομένου λάκκου. Του κηπουρού η αξίνη εκτύπησε το χώμα και αντήχησεν εις τον κήπον ο υπόκωφος κρότος. ― Μη μας ακούσουν, Γιάννη. Σιγά σιγά!

Άσε με, άσε με να φύγω, ίσως σε λίγο είναι αργά. Πήγαινε κάτου. Γύρισε όλο το σπίτι. Και κλείσε τα παράθυρα, Και σφάλοιξε τις πόρτες. Και μην ανοίξης σε κανέναακούς; σε κανένα. Η βουή τώρα ακούεται πια από πολύ κοντά. Ο Φιντής στέκεται μαζωμένος σε μια άκρη και άφωνος. Πάψη. ΥΠΕΡΕΤΗΣ. Όλα σφαλοισμένα. Και τα παράθυρα στο κάτου πάτωμα, κ' η μεγάλη οξώπορτα, κ' η μικρή πόρτα του κήπου.

Το τότε κάλυμμα της κεφαλής των κυριών δεν ήτο, όπως σήμερον, έν τίποτε κοστίζον εκατόν φράγκα, αλλ' υψηλόν, πλατύγυρον και πολύπλοκον οικοδόμημα, εκ χαρτονίου, σιδήρου σύρματος, βελούδου, ανθέων και πτερών, μετέχον πύργου, κήπου και πτηνοτροφείου.

Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν·Έκοψες λουλούδια; — Έκοψα. — Πού είνε; Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει. — Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα. — Δεν θέλω. — Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα. Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής.

Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.

Την μεν ημέραν πλην της επιμελείας του κήπου, είχε την παρασκευήν του φαγητού, και την πλύσιν καθ' εβδομάδα, την δ' εσπέραν μέχρι βαθείας νυκτός έρραπτεν, έπλενε και εμβάλωνε. Ότε δε οι γύφτοι εξύπνουν με την φωνήν του αλέκτορος, όπως αρχίσωσι την σφυρηλασίαν, αύτη απεκοιμάτο τότε.

Κ' εκρύπτετο όπισθεν του κορμού ενός δένδρου και όταν η Μάρω τον ανεκάλυπτεν υπεχώρει εις έτερον, απώτερον, πάντοτε προχωρών εις τα ενδότερα του κήπου, από αποστάσεως εις απόστασιν διά να μη τον χάνη από τους οφθαλμούς της η κόρη, η οποία τον κατεδίωκε πάντοτε φωνάζουσα. — Δόσε μου τα χτένια μου, — δος μου τα μπερτσέμνια μου!. . .

Μήπως μπορεί να μείνη κανείς ο ίδιος: ΦΛΕΡΗΣΕγώ δεν εξέχασα τίποτε όμως. Έλα, Βέρα! Η θλίψη δε σου ταιριάζει. Γίνου εύθυμη και γελαστή όπως τότε. Άφισέ με να σε ντύσω με τα σταχτιά κοντά φορέματα του σχολείου. Να σου απλώσω τη μακρυά σου κοτσίδα στις ώμορφες πλάτες. Να σου καρφώσω τα μεγάλα, χλωμά τριαντάφυλλα στο στήθος, που είχα κόψει, μόνος μου απ' τη τριανταφυλλιά του κήπου σου.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν