Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Και είπε: — Θάψατέ τον εις τον κήπον. Άλλος ας φέρη την επιστολήν μου εις τον οίκον μου. Εφάνη εις τον Χίλωνα, ότι οι λόγοι ούτοι ήσαν η εσχάτη απόφασις. Υπό το φοβερόν σφίξιμον του Ούρσου τα οστά του ήρχισαν να τρίζουν, οι οφθαλμοί του ήσαν πλήρεις δακρύων. — Δι' όνομα του Θεού σας, έλεος! εφώναξεν. Είμαι χριστιανός! . . . Ειρήνη υμίν!

Και τότε πώς θα της φανή; Θα την ξιππάσω άδικα. Θα λέγη, τι να με θέλη ο Μάχτος, τι έχει να μου πη; Διατί να της προξενήσω αυτήν την ανησυχίαν; Δεν είνε καλλίτερον να εμπώ εις τον κήπον, να την χαιρετίσω και να της πω· Αδελφή μου Αϊμά, συμπάθησέ με, παύσε μίαν στιγμήν την εργασίαν σου, έχω να σου πω κάτι; Να παύση την εργασίαν της; Και πώς ειμπορώ εγώ να της πω να παύση την εργασίαν της, ποίον δικαίωμα έχω; Δεν θα της φανή βάρβαρον αυτό; Δικαίως θα κακιώση, και θα με νομίση χωριάτην, θα ειπή μέσα της, ο Μάχτος δεν ξεύρει πώς να φέρεται, κρίμα!

Δεν εφοβείτο δε ολίγον να την ίδη και ξένος μόνην μετά του Μανώλη εις τον περίφρακτον κήπον. — Να χαρής ό,τι αγαπάς και καμαρώνεις, Μανώλη, του είπε σταυρώσασα τα χέρια επί του στήθους της, να χαρής τσοι γονέους σου και ταδέρφια σου, άφησέ με και φύγε! ... φύγε! ...

Κατώρθωσε δε να εκτελέση και άλλον άθλον, ανήκουστον τέως, ως προς τον πετρώδη εκείνον τόπον, τον ηδικημένον υπό της φύσεως, τον μη ευλογημένον υπό του ουρανού, τον απεξηραμένον υπό των σκωριών και μαυρισμένον υπό των ανθράκων. Μεταξύ δύο υψηλών βράχων ανεκάλυψεν ως εκ θαύματος γην, και μάλιστα λιπαράν. Συνέλαβε την ιδέαν να κάμη κήπον.

Τέλος ο Μάχτος, αφού εδίστασεν επί πολλήν έτι ώραν, εφάνη αίφνης ότι απεφάσισε, και ώρμησε προς τον κήπον με παράφορον βήμα. Διά της βεβιασμένης ταύτης σφοδρότητος ήθελεν, ως φαίνεται, να εμπνεύση θάρρος εις εαυτόν. Έφθασε λοιπόν εις τον κήπον. Αλλά της καρδίας του οι παλμοί επετάθησαν τόσον, και κατέστησαν τόσον βίαιοι, ώστε εκινδύνευσε να λιποθυμήση.

Όνομα. — Βαπτιστικόν της; Η Γύφτισσα εκίνησε τους ώμους. — Και τι κάμνει εκεί; επανέλαβεν ο ξένος. — Τι κάμνει; — Ναι. — Δουλεύει. — Τι δουλεύει; — Τον κήπον της. — Και πού κατοικεί; — Πού κατοικεί; — Ναι. — Εδώ. — Πού; — Εις το σπίτι μου. — Την έχεις εις το σπίτι σου; — Βέβαια. — Διατί; — Διατί; — Ναι. — Μα πού θέλεις να την έχω; — Δεν έχει αυτή σπίτι; — Αυτή σπίτι; — Ναι. — Πού να το βρη;

Μήπως αυτή είχεν ομολογήση προς τον αδελφόν της τας προτάσεις του και ούτω ο απαίσιος εκείνος, καλώς πληροφορημένος, τους παρηκολούθει και ενεφανίσθη εις τον κήπον την στιγμήν ακριβώς κατά την οποίαν απεφάσισε να εκτελέση την απόφασίν του; Η σκέψις αύτη δεν εβράδυνε να μεταβληθή εις πεποίθησιν εις τον απλοϊκόν και εξημμένον εγκέφαλόν του και όλην του την αγανάκτησιν και την εκδίκησιν έστρεψε και κατά των δύο αδελφών αδιακρίτως.

Εις την καρδιάν μου 'φύτρωσε παράδοξος αγάπη, και τώρα έχω ν' αγαπώ τον μισητόν εχθρόν μου! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι είν' αυτό; τι είν' αυτό; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Είν' ένα τραγουδάκι, που μ' έμαθ' ένας χορευτής. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Αμέσως! Ναι, αμέσως! Έλα πηγαίνωμεν κ' ημείς; Έφυγ' ο κόσμος όλος. Πλατεία παρά τον κήπον του Καπουλέτου. ΡΩΜΑΙΟΣ, εισερχόμενος. Ω! η καρδιά μου είν' εδώ. Κ' εγώ εδώ θα μείνω.

Μετά τινα δε διακοπήν έστρεψε πάλιν προς τον κήπον τους θνήσκοντας οφθαλμούς του, υψώσας δ' έπειτα προς τον ουρανόν μελαγχολικόν βλέμμα, « Θεέ μου, είπε, πόσα δένδρα ηξιώθην να ίδω ανεστημένα!... αλλά την ανάστασιν της πατρίδος.. » Και με της πατρίδος το γλυκύτατον όνομα εις τα χείλη μετέβη από την επίγειον εις την ουρανίαν ζωήν.

ΔημήτριεΜεγαλομάρτυς! Καθώς ηφαίστειο τινάχτηκες αντάρτης, πατώντας 'πάνω σε κάθε πρόληψι, την παροδική των ανθρώπων περιφρονώντας υπόληψι, μαδώντας τα στεφάνια, σκίζοντας της μεταξοΰφαντες χλαμύδες, τους κιθαρωδούς ξεχνώντας και της ορχηστρίδες, στο Ευαγγέλιο για να πιστέψης του Ραββουνί κι' όπως Εκείνος εις τον κήπον της Γεθσημανή, το ποτήρι να δεχτής του μαρτυρίου, ξύδι γιομάτο και χολή από τα χέρια του Κυρίου.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν