Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Εγώ με χέρια βέβαια δεν θέλω πολεμήσει Διά την κόρην, ούτ' εσέν', ούτε κανέναν άλλον· Ότι εσείς την παίρνετε, 'πού μέ την εδωσέτε. Από δε τ' άλλα, όσα μ' είν' 'ς το μαύρο το καράβι, Δεν θέλεις πάρη τίποτε χωρίς το θέλημά μου. Ει δ', έλα δα δοκίμασε, για να ιδούν και τούτοι. Ευθύς το μαύρο αίμα σου θα ρεύσ' εις το κοντάρι.
Αλλ' ο φίλος του γνωρίζει ότι ήλθε διά καλόν θέλημα, επιμένει δε κρούων την θύραν, εωσότου τέλος, εκ της πολλής επιμονής του, βαρυνθείς ο φίλος εγείρεται και του δίδει το αιτούμενον. Εάν τοιαύτη επιμονή νικά την απέχθειαν απροθύμου ανθρώπου, πόσω περισσότερον θα κρατή πλησίον Εκείνου όστις μας αγαπά καλλίτερον ή ημείς ημάς αυτούς, και είνε προθυμότερος να επακούσή ή ημείς να δεηθώμεν!
Και με όλον που ήτον σκοτισμένος ο Κουλούφ δι' αυτά, έλαβε πνεύμα διά να κρύψη τον θαυμασμόν του, και ευθύς επρόσταξε διά να ξεφορτώσουν τα καμήλια, και τες πραγματείες να τες βάλλουν εις τα μαγαζιά. Και εις το αναμεταξύ που εξεφόρτωναν τα καμήλια, ο Κατής, ο Μουζαφέρ και ο Ταχέρ έλαβαν θέλημα από τον Κουλούφ και ανεχώρησαν εις τες οικίες τους, πιστεύοντες αληθώς να ήτον αυτός υιός του Μασούδ.
Ο Κουλούφ εύρεν εύλογον αυτόν τον στοχασμόν της Δηλαράς, και αποφάσισαν διά να βαλθούν εις ετοιμασίαν, διά να μισεύσουν· μα επειδή ήτον εις το σπήτι του Μουζαφέρ, και δεν είχαν τον τρόπον διά να κάμουν κατά την επιθυμίαν τους, φοβούμενοι διά να μη τους απεικάσουν, απεφάσισαν να γυρεύσουν θέλημα του Μουζαφέρ, και αν αυτός δεν τους το ήθελε δώσει να το γυρεύσουν από τον Κατή, διά να έβγουν από εκείνο το σπήτι και να παν εις άλλο, που να τους αρέση, διά να σταθούν με την ελευθερίαν τους.
Θ' ακολουθήσω το θέλημα εκεινού που μ' έπλασε. Άνθρωπε, δημιουργέ, παράλαβέ μου το πνεύμα! Στου πλατάνου τον ήσκιο, το μεσημέρι, ακουμπισμένοι στο χώμα, ξεκουράζονται αυτοί που δεν έχουν ιστορία — οι εργάτες. Μιλούνε κινώντας τη γροθιά των — σα να δουλέβουν.
Ο Καπετάν Πρέκας δεν πήγε από το θέλημα του Θεού. Σκοτώθηκε μοναχός του! Και κτυπούσε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι του μαγαζιού ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Το «Μακαρίτης» ήτανε παρατσούκλι, που τούχε κολλήσει από χρόνια του Γιάννη του Σκαρπαλέντζου. Κανένας δεν τον γνώριζε πια με ταληθινό του τόνομα. Ο Γιάννης ο Καλαφάτης κι' ο Γιάννης ο Μακαρίτης! Έτσι τον ξέρανε.
Αν είταν αληθινός, ή τουλάχιστο γνωστικός Τούρκος, η τρέλλα του θάπερνε τούρκικο δρόμο, θα πήγαινε αντίκρυ στο Μιναρέ, και θάλεγε, «Γραφτό σου είναι, Μιναρέ μου, να πέσης, ας γείνη του Προφήτη το θέλημα.» Μα ο Μεχμέτης ανησυχά, βασανίζεται, τα σίδερα τρώει, που θα πέση ο Μιναρές. Και τρέχει, κι όλο τρέχει να τονε γλυτώση. Όλο πάει να πέση, κι όλο τονε γλυτώνει. Ρωμιός πρέπει να είναι, του κάκου!
Τότε λέγει της η Μεδινά· ω τι θαυμαστή διήγησις, αδελφή μου. Απεκρίθη η Χαλιμά· ήξευρε ότι η ακόλουθος διήγησις είνε πολύ θαυμασιωτέρα· και αν ο βασιλεύς με αφήση να ζήσω ακόμη σήμερον, την ερχομένην ημέραν θέλω σου διηγηθή και το επίλοιπον με το θέλημά του.
Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του αμέσως. Μια παρατιμονιά και η «Άγια Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στον βράχο· τι να ιδώ: Το ηφαίστειο σαν πληγωμένος γίγαντας έχυνε από τα πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με φριχτόν πάταγο στους στεναγμούς της σκούνας μας.
Της πρώταις ημέραις που την έθαψαν, ο παπά-Κονόμος, επί μίαν εβδομάδα δεν ημπορούσε καθόλου να παρηγορηθή. Αυτός οπού επαρηγορούσεν όλους τους θλιμμένους του χωρίου, με τα ωραία και παραμυθητικά βιβλία που τους εδιάβαζεν, δεν ημπορούσε να παύση τους λυγμούς του, οι οποίοι κάθε λίγο του ήρχοντο και έκλαιε σαν το νήπιον οπού το πειράζουν εις το θέλημά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν