Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Αλλά μετ' ολίγον κραυγάζει ως να είχε λησμονήσει να το είπη πρότερον. — Νάχετε το νου σας, κορίτσια. Είνε, ακόμα κλέφτες! τα μάτια σας τέσσερα! κορίτσια! Και επανέλαβεν οξέως παρατείνουσα την ξηράν φωνήν της. — Κλέφτες! Και η ηχώ δεινή και άχαρις επανέλαβε δις· — Κλέφτες!
Και όμως με πόσην ευχαρίστησιν του γαργαλίζω τα πέλματά του, ή τον σπρώχνω κατακέφαλα έξω εις τον αέρα! Αλλά δεν 'μπορώ να το καταφέρω! — Θα το καταφέρωμεν πλέον! έλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Συ ή εγώ! Εγώ, εγώ!» — Όχι, όχι! ηκούετο ένας ήχος γύρω της, ήχος που έμοιαζε σαν Ηχώ επάνω εις τα βουνά από ήχους των κωδώνων των εκκλησιών.
Η μαγείρισσα εξήλθεν εις την οδόν και παρέλαβε το σιτηρέσιον της οικίας. Ο σαλπιστής παρήλθε, και η παράφωνος ηχώ της σάλπιγγός του ακούεται περαιτέρω αναστατούσα την γειτονίαν. Και όμως υπάρχει που άρθρον του ποινικού Νόμου, τιμωρούν την διατάραξιν της οικιακής ειρήνης των πολιτών.
Κι αν ίσως άλλο από μια ηχώ θολή στον άμμο γύρα δε βρίσκει ο ωραίος σκοπός, στοχάσου πως του διαλεχτού στάθηκε πάντα μοίρα· να μένη μοναχός. Κι ευγενικός, περήφανος τη μοναξιά σου τράβα σε κόσμο μαγικό αλλάζοντας τη θλίψη σου στο ερημικό σου διάβα, με πάντα νέο σκοπό
— Ε! παπά μ', ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ'. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ' εσένα. Ο πάπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγένετο ο Πανάγος. — Και τι θα πάθουνε το κάτω-κάτω; επανέλαβεν, ως διά ν' αναπαύση την συνείδησίν του ο μαραγκός.
Πεντάπολις πού είσαι; πού είσθε τόσαι χώραι; καπνόν και σκόνην βλέπω και την Ιεριχώ, και με τα τύμπανά των του Ισραήλ αι κόραι δεν εξυπνούν ερήμων κοιλάδων την ηχώ. Χειμάρρους δεν σκιάζουν αι Κέδροι του Λιβάνου, παιάνας δεν ακούω πολέμων καλλινίκων, ουδέ παρά τας όχθας εκεί του Ιορδάνου απλόνουν τους καρπούς των οι κλάδοι των φοινίκων.
Ο νεαρός συνοδός του επανέλαβε τότε ως ηχώ: —
— Και τι θα πη ραμαζάνι; — Ποιος ξέρει! Της άλλης το βρέφος εξύπνησεν εις τας αγκάλας, κ' ήρχισε τα κλάματα, και δεν ήθελε να μερώση, με όλα τα νανουρίσματα και τα τραγούδια, που του έλεγεν η μάνα του. Η κανονιές είχον αντηχήσει πολύ, κ' εβόησεν όλη η Ηχώ, η Αναγκιά του Κάστρου αντικρύ στα δυο κάτασπρα νησιά, στους βράχους και στα άντρα.
Πλην ουδέ όλαι αι χιόνες του Λιβάνου, του όρους της πατρίδος της, ηδύναντο να σβύσουν το πυρ της αγάπης, το οποίον έκαιεν εις το θυσιαστήριον της καρδίας της, και ταχεία ως ηχώ ήλθεν η λαμπρά απάντησις: — «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης»· Τότε εκείνη εθριάμβευσεν.
Συ, τι προσμένεις; Έλα. — Ιατρέ, αν ήτο δυνατόν και το βασίλειόν μου να του σκαλίσης τα νερά, να εύρης το τι πάσχει, και πάλιν εις τα πρώτα του να μου το 'ξαναφέρης, θα έκραζα εις την Ηχώ εγκώμιά σου τόσα, που ως κι' αυτή να σ' επαινή... 'Βγάλε την, δεν την θέλω. 'Σάν τι καθάρσιον, ιατρέ, τι σέννα, τι ραβέντι αυτούς τους Άγγλους ημπορεί να μου τους ξεπαστρεύση Το ήκουσες πως έρχονται;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν