Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουλίου 2025
Τον ήξευραν λοιπόν αι γυναίκες τον μπάρμπα-Γιωργό. Ήξευραν ότι από την ημέραν που άρχισεν η φήμη ότι εβρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα, αφήσας έρημον το ποίμνιόν του, εξενυκτούσεν εις τον Άγι-Αντώνην με ένα ξηρό κομμάτι ψωμί εις τον τουρβά του. Διά τούτο μόλις τον είδαν, εννόησαν ότι ήρχετο από τον Άγι-Αντώνην.
Είπε κ' εφώναξε• η θεά δέχθηκε την ευχή της• και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν• κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε• «Γάμον άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει 770 'ς εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της». Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. και ωμίλισ' ο Αντίνοος 'ς εκείνους μέσα, κ' είπε•
Όχι μόνον έγινε καλά μα και πλέον όμορφη και γλυκειά και δροσερή από πρωτήτερα. Οι δύστυχοι γονέοι εκατάντησαν τρελοί από τη χαρά τους· δεν ήξευραν με τι τρόπο ν' αντιπληρώσουν τον γέροντα. Μα εκείνος δεν εφρόντιζε για τέτοια. Έτσι ήρθε· ήθελεν έτσι και να φύγη.
Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια. Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να εύρουν το αθάνατο νερό.
Η αναθρέπτριά μου ενθυμήθη, πως εγώ είχα ένα σημάδι εις το γόνυ μου, και ερευνώντάς μας έμεινε πολλά εκστατική εις το να ιδή πώς και οι δύο είχαμεν το ίδιον εις τον ίδιον τόπον. Άρχισαν να μας εξετάζουν ξεχωριστά, μα η μάγισσα αποκραίνονταν εις τες εξέταξές τους, ωσάν εγώ η ίδια, εις τρόπον που δεν ήξευραν τι να στοχασθούν.
Καθώς επλησίασε το τέλος της, και μου είπε: Φέρε μου τα επάνω, και καθώς τα επήγα μέσα, τα μικρότερα, τα οποία δεν ήξευραν, και τα μεγαλύτερα, τα οποία ήσαν αναίσθητα καθώς εστέκοντο γύρω εις την κλίνην, και εκείνη ανύψωσε τα χέρια της, και εδεήθη επάνω των, και τα εφίλησε το έν μετά το άλλο και τα απέπεμψε, τότε δα μου είπε: να είσαι η μητέρα των! Της έδωκα τον λόγον μου.
Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. 170 και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε• «Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου• έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους, κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων 175 ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση• τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος• και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη 180 'ς την πόλι μας• και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση». είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους.
Πολύ μέρος του επιλοίπου στρατεύματος είχεν ήδη αναβή, άλλο ανέβαινεν ακόμη, ώστε δεν ήξευραν πού να διευθυνθούν διότι οι προχωρήσαντες στρατιώται, ένεκα της τροπής, περιήλθαν εις ταραχήν και η βοή τους ημπόδιζε να διακρίνουν αλλήλους.
Τα μεν ονόματα τούτων λοιπόν ηυχαριστούντο να τα δίδουν εις τα τέκνα των, δεν ήξευραν όμως τας αρετάς και τους νόμους των προγενεστέρων των, εκτός μόνον από μερικά πράγματα σκοτεινά τα οποία εξ ακοής ήξευραν διά καθένα από αυτούς· επειδή δε εις διάστημα πολλών γενεών και αυτοί και τα παιδιά των ευρίσκοντο εις έλλειψιν των χρειωδών, είχαν δε τον νουν των εις εκείνα όπου τους έλειπαν και δι' αυτά μόνον έκαμναν ομιλίας, διά τούτο δεν τους έμελε δι' εκείνα, τα οποία συνέβησαν εις τα προηγούμενα και εις τα παλαιά χρόνια.
Ιδού πώς εδιηγείτο η ιδία την ιστορίαν της: — «Δεν είναι καλόν το νόμισμα τούτο, δεν το θέλω» Αι λέξεις αυταί με έσφαζαν, έλεγεν η δραχμή. Ήξευρα ότι ήμουν δραχμή γνησία και ότι έκαμνα καλόν ήχον όταν μ' εβροντούσαν· βεβαίως όσοι δεν με ήθελαν δεν ήξευραν τι τους γίνεται, ή θα ωμιλούσαν δι' άλλο νόμισμα. Και όμως δι' εμένα ήτο όπου έλεγαν:». Δεν την θέλω, δεν είναι καλή.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν