United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νους μου ήτο αλλαχού και ήκουα χωρίς να προσέχω, αλλ' ενετυπούντο εις την μνήμην μου αι εξοχικαί της σιωπηλής εκείνης νυκτός διαταράξεις, και η οσμή των ανθών, και τα παίγνια της σελήνης υπό των δένδρων τους κλώνους. Ότε έδυσεν η σελήνη, το δε σκότος εκάλυψε την εξοχήν, ηγέρθην, επεκαλέσθην την βοήθειαν του Θεού, και επροχώρησα προς τον δρόμον. Εβάδιζα άνευ δισταγμών, διότι εγνώριζα τι θέλω.

Νά σκεφθής ότι το πράγμα καθ' εαυτό δεν είνε τίποτε και να κρεμάσης και συ εις τον τοίχον σου τας εικόνας του Αγαμέμνονος, του Ηφαίστου, του Μενελάου... Ηγέρθην αποτόμως φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ ν' αντισταθώ εις τον πειρασμόν να πτύσω εις το πρόσωπον του παληανθρώπου εκείνου. Κατ' εκείνην την στιγμήν ήρχιζε το cotillon, το οποίον μ' εφάνη ατελεύτητον.

Ο κοιτών εφωτίζετο μόλις υπό της προ των εικόνων λυχνίας, και ήτο βαθεία της νυκτός η σιωπή. Αίφνης μου εφάνη ότι ακούω ασυνήθη έξω θόρυβον και ομιλίας εις τον δρόμον. Ηγέρθην ησύχως, ήνοιξα το παραθυρόφυλλον και, διά μέσου του σκότους, διέκρινα σκιάς ανθρώπων εις την οδόν και ανοικτάς των άντικρυ οικιών τας θύρας. Δεν ετόλμων ν' ανοίξω το παράθυρον• ο πατήρ μου εφαίνετο ησυχάζων.

Θέλων κατόπιν να δοκιμάσω την διάθεσίν μου, ηγέρθην να λάβω δήθεν κάποιον μανδήλιον, ότε οι οφθαλμοί μου προσκρούουν φοβερώς επί τινος νεκρικού στεφάνου, όστις, ως στόλισμα του δωματίου, εκρέματο υψηλά, από καρφιού. Νεκρικός στέφανος, μέγας, ωραίος, εκ τεχνικών λευκανθένων, με δύο λευκάς ταινίας, με χρυσά γράμματα. Μοι εφάνη ότι ήτο αδύνατον πλέον να κρυφθώ. — Είνε πεθαμένος! είπα.

Κύριε υπασπιστά, ο καπετάνιος μας διέταξε να σε ακολουθήσωμεν και οι πέντε. Δεν μας είπε να μείνωμεν κρυμμένοι οι δύο και να σε ακολουθήσουν μόνον οι τρεις. Με απεστόμωσεν η απάντησίς του. Αλλ' επέμεινα έτι· ηγέρθην και τον επλησίασα· ηγέρθησαν και οι πέντε συγχρόνως. — Μίρτε μου, είπα θέσας την χείρα μου επί του ώμου του, άκουσέ με, διά την αγάπην εκείνης που 'ξεύρεις.

«Τα πράγματα ήσαν εις αυτό το σημείον, ότε, ένα πρωί ηγέρθην σκυθρωπός, κατόπιν δε συνομιλίας μου με την μαμμήν διηυθύνθην εις την οικίαν του φίλου μου. Ήθελα να ίδω την στάσιν του, το ύφος του, να μάθω επί τέλους, αν υποπτεύη τι. Επλησίασα· η αυλόθυρα ήτο ορθάνοικτη. Εδώ σας παρακαλώ να εντείνετε όλην την προσοχήν σας, διότι αξίζει τον κόπον.

Πρωίαν τινά του χειμώνος του έτους 1880 ηγέρθην της κλίνης δύσθυμος άνευ λόγου, και αφού ενεδύθην τρέμων εκ του ψύχους εις τον ανήλιον κοιτώνα μου, προσεπάθουν να θερμάνω σώμα και καρδίαν διά του πρωινού καφέ, ότε βίαιος αίφνης κωδωνισμός της θύρας με διέκοψεν. Εταράχθην, αγνοώ διατί, ως ταρασσόμεθα πολλάκις αλόγως λαμβάνοντες απροσδόκητον τηλεγράφημα, και τρέμομεν να το ανοίξωμεν.

Ηπόρησε πώς ετόλμησα να αψηφήσω τους κινδύνους του επιχειρήματος και με παρεκίνησε να παραιτηθώ αυτού και να επιστρέψω όθεν ήλθα, ανύψωσε δε τους ώμους μειδιών, ότε απεκρίθην ότι η απόφασίς μου είναι σταθερά και δεν δύναμαι να μεταβάλω γνώμην. Ηγέρθην και τον απεχαιρέτησα. Μου έδωκε την ευχήν του, με ησπάσθη και με ωδήγησεν εις την θύραν.

Εντούτοις η άγκυρα ανειλκύσθη, οι τροχοί περιεστράφησαν πλήττοντες παταγωδώς την θάλασσαν και ήρχισε το ατμόπλοιον να κινήται. Ηγέρθην τότε και στηριχθείς επί της όπισθεν του πηδαλίου σπείρας σχοινίων, έβλεπα την ωραίαν πόλιν εκ της οποίας απεμακρυνόμεθα.

Μ' εγοήτευσεν η αφέλεια και η αγαθότης του. — Κύριε Γεωργάκη, μου είπε μειδιών, διαταγή του αρχηγού θα κινήσωμεν τώρα ευθύς. — Διά πού; — Δεν μας το είπεν ακόμη. Ηγέρθην αμέσως και επορεύθημεν προς την καλύβην. Το χωρίον ήτο εις κίνησιν. Αι γυναίκες εις τας θύρας των οικίσκων απεχαιρέτων τα παλληκάρια, βαδίζοντα ατάκτως με το όπλον επ' ώμου.