United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έφτασαν στο δάσος, εκείνη θέλησε να σταματήσουν, γιατί τα σωτήρια βότανα φύτρωναν γύρω τους άφθονα. Αλλά την ετράβηξαν πειο μακρυά. Έλα, κόρη, δεν είναι δω το κατάλληλο μέρος». Ο ένας σκλάβος εβάδιζε μπροστά της, ο άλλος την ακολουθούσε. Άφησαν τα πατημένο μονοπάτι, και μπήκαν μέσα σε βάτους, αγκάθια και γαϊδουράγκαθα ανακατωμένα.

Κι' οι άλλοι μόλις έφτασαν στου βασιλιά Αγαμέμνου, όλοι τους όρθιοι με χρυσά ποτήρια τους κερνούσαν 670 οι πρόκριτοι άλλος απ' αλλού και γύρεβαν να μάθουν. Και πρώτος ο αφέντης γιος τους αρωτάει τ' Ατρέα «Έλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιώνε αθέρα, πες μου, Τι, θέλει απ' τη φωτιά να σώσει τα καράβια, ή όχι κι' η περήφανη καρδιά του βράζει πάντα675

Και κάτου πια σαν έφτασαν ως στην αρχή του κάμπου, τότες αφτοίοι γαμπροί κι' οι γιοίγυρίζουν πόδα πίσω, 330 μέσα να παν.

Τότες σαν είδε την πληγή που τ' άνοιξε η σαΐτα, ρουφάει το αίμας, κι' ύστερα κάτι καλά βοτάνια της βάζει απάνου πούξερε, και μια φορά που τάχε από φιλία ο Χείρωνας δοσμένα του γονιού του. Μα εκεί τον ξακουστό αρχηγό π' αφτοί γιατρολογούσαν, 220 να κι' έφτασαν τα τάγματα των ασπιστάδων Τρώων· κι' αφτοί ξαναρματώθηκαν να μπούνε στο κοντάρι.

Μα τώρα πάω ναν τόνε δω, ν' ακούσω απ' το παιδί μου τι τον λυπάει ενώ κάθεται αλάργα από πολέμουςΕίπε κι' αφίνει τη σπηλιά, κι' οι άλλες δακρυσμένες 65 μαζί της όλες πάγαιναν, και γύρω τους το κύμα σπούσε. Κι' απέ σαν έφτασαν στης Τριάς τα φαρδοκάμπια, βγαίνανε αράδα στην ξηρά, εκεί συρμένα ως όξω πούταν πυκνά τα γλήγορα των Μυρμιδόνων πλοία μ' άρχο τους του Πηλιά το γιο.

Φιλονικώνταςφιλονικώντας έφτασαν σ' ένα χάνι, ησύχασαν λίγο, όσο να φαν, κι' άρχισαν πάλι την φιλονικία. Έδωκε πήρε ο Ρόβας, ο καρβανάρης να τους ειρηνέψη, αλλά δεν μπόρεσε· και τα δυο τα μέρη είχαν κάποιο δίκαιο, το καθένα για τον εαυτό του.

Η Ιζόλδη καβάλλησε στο άλογο που οδηγούσε ο Τριστάνος από το χαλινάρι, κι' όλη την νύχτα περνώντας τ' αγαπημένα δάση για τελευταία φορά, εβάδισαν δίχως μιλιά. Το πρωί, ξεκουράστηκαν λίγο, έπειτα εβάδισαν ακόμη, όσο που έφτασαν στο ερημητήριο. Στο κατώφλι της εκκλησίτσας του, ο Ογκρίν εδιάβαζε σ' ένα βιβλίο. Τους είδε, κι' από μακρυά τους φώναξε τρυφερά: «Φίλοι! Σε τι δυστυχίες σας σέρνει η αγάπη!