Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Με αυτούς τους στοχασμούς απέρασα όλην την νύκτα χωρίς να λάβω καθόλου ύπνον. Κα το ταχύ οπόταν εσηκώθηκα ήλθεν η Γαντζάδα νε με εύρη εις τον οντά μου και με χαροποιόν πρόσωπον με ηρώτησε αν εκοιμήθηκα καλά εκείνην την νύκτα· της απεκρίθηκα, ότι απέρασα την νύκτα με τρόπον, που άχρηζεν ότι αυτή να ήθελεν αναγκάση την στιγμήν της ευτυχίας μου.

Και μάθετε λοιπόν, μα θεούς, μα θεάς, ότι αφού εκοιμήθηκα με τον Σωκράτη, εσηκώθηκα χωρίς να συμβή τίποτε παραπάνω αφ' ότι θα συνέβαινεν αν εκοιμώμην μετά πατρός ή αδελφού πρεσβυτέρου.

Το κοντόβραδο έρχεται εκεί προς τα παιδιά, τα οποία εν τω μεταξύ δεν είχαν κινηθή, μία νέα γυναίκα με ένα καλάθι εις τον βραχίονά της, και φωνάζει από μακράν: Φίλιππε, είσαι πολύ φρόνιμος. Με εχαιρέτησε, την ευχαρίστησα, εσηκώθηκα, επλησίασα και την ερώτησα αν ήτον η μητέρα των παιδιών.

Κατά το επόμενον πείραμα εσηκώθηκα από την Πάρνηθα ή από τον Υμηττόν κ' επέταξα μέχρι Γερανείας, απ' εκεί δε μέχρι του Ακροκορίνθου, υπεράνω του οποίου επέρασα. Έπειτα επροχώρησα άνω της Φολόης και του Ερυμάνθου και έφθασα μέχρι του Ταϋγέτου. Αι ασκήσεις ηύξησαν την τόλμην μου και τώρα πλέον δεν εζήλευα τα πτηνά, αλλ' είχα φιλοδοξίας ακόμη μεγαλειτέρας.

Ξαναλαμβάνοντας τες αίσθησές μου, και βλέποντας τον τόπον, από τον οποίον τα νερά με έβγαλαν εις το φως, έπεσα κατά γης με μεγάλην συντριβήν διά να ευχαριστήσω τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου· και αφού έκαμα μίαν μεγάλην προσευχήν, εσηκώθηκα ακούοντάς τον εαυτόν μου γεμάτον από θάρρος, και επεριπάτησα εκείνο το νησί χωρίς να ξεμακρύνω από το περιθαλάσσιον.

Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες.

Φοβισμένος από τούτον τον θόρυβον, του οποίου δεν ήξευρα το αίτιον, εσηκώθηκα διά να φύγω και ξεμακρύνω από το κοιμητήριον, οπόταν δύο άνθρωποι που έστεκαν εις την πόρταν του κοιμητηρίου με εσταμάτησαν, και με ερώτησαν τις ήμουν και τι έκανα εις αυτό το κοιμητήρι. Εγώ είμαι, είπα, ένας δυστυχής ξένος, και μη έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι, ήλθα διά να αναπαυθώ ετούτην την νύκτα εδώ.

Η νεότης μου φυσικά με έκανε τολμηρόν και αγροικώντας που δεν μου έλειπε καρδιά, διά να βάλω εις πράξιν μίαν τόσον αυθάδη απόφασιν, εσηκώθηκα ευθύς εις τον αέρα, και εφέρθηκα με την κασσέλαν μου επάνω εις το σκέπος του παλατίου της βασιλοπούλας σιμά εις ένα τόπον, που είδα κομμάτι φως.

Ενόμιζε κανείς ότι επαινούσε την Σωσσάνδραν του Καλάμιδος και όχι την Θαΐδα, που την ξέρεις τι είνε, διότι την είδες πολλές φορές στο λουτρό. Και που να σου λέγω τι πειράγματα μου έκαμεν, η Θαΐς. Αν καμμιά άλλη, είπε, δεν ντρέπεται να φανή ότι έχει τις κνήμες σαν καλάμια, ας σηκωθή και ας χορεύση. Τι ήθελες τότε να κάμω, μητέρα; Εσηκώθηκα και εχόρεψα.

Εσηκώθηκα, ωμιλούσα με μεγάλην φωνήν και με σχήματα βίαια, αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυε ν' αυξάνεται. Πώς συνέβαινε να μη θέλουν να φύγουν! Διέτρεξα το παρκέ καθ' όλας τας διευθύνσεις, με βήματα αργά και πλατειά, προσποιούμενος ότι εταράχθην υπερβολικά από τας αντιλογίας αυτών των ανθρώπων. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν