Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Έστειλε δε και ανθρώπους του εις την Ιερουσαλήμ μετά την αναχώρησιν των Περσών διά να μοιράσουν χρήματα, σίτον και ενδύματα εις τους δυστυχείς, όσοι είχαν επιστρέψει εκεί. Έπεμψε δε και άλλους κληρικούς με πολλά χρήματα εις τον Περσικόν στρατόν, διά να εξαγοράσουν αιχμαλώτους. Η Αλεξάνδρεια ελεηλατήθη και η Αίγυπτος πολλαχού ηρημώθη.

Είναι πρισμένος, είπεν η άλλη. — Και η ζωηρά μου φαντασία με έφερε στο κρεββάτι αυτών των αθλίων· τους έβλεπα με πόσην αηδίαν έστρεφαν τα νώτα εις την ζωήν, πώς αυτοίΓουλιέλμε! και τα γυναικάρια ωμιλούσαν περί τούτων, ως ομιλούν δαπερί του ότι ένας ξένος πεθαίνει. — Και όταν παρατηρώ γύρω μου, και κυττάζω το δωμάτιον και τριγύρω μου τα ενδύματα της Καρολίνας και τα χαρτιά του Αλβέρτου, και αυτά τα έπιπλα, προς τα οποία τώρα είμαι τόσον οικείος, και ακόμη προς τούτο το μελανοδοχείον και σκέπτομαι: Ιδές, τι είσαι τώρα εις αυτό το σπίτι!

Μετά ταύτα κατέγινε να ελκύση την ευμένειαν του θεού των Δελφών διά θυσιών μεγάλων· εθυσίασε δε προς τούτο τρισχίλια ζώα παντός είδους, άξια των θεοτήτων· έπειτα εσώρευσεν επί μεγάλης πυράς κλίνας επιχρύσους και επαργύρους, φιάλας χρυσάς, ενδύματα πορφυρά, χιτώνας, και τα κατέκαυσεν, ελπίζων τοιουτοτρόπως να προσελκύση έτι μάλλον την φιλίαν του θεού.

Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία• τότεαυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε• «Αφού 'λθεςτο χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα, θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, 5 και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσηςτην πατρίδα. τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω, 'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε. έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος 10 τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων. κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση καθείς μας• τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο• τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». 15

Δεν μπόρεσα να μη γελάσω, Κλωνάριον, και είπα• Λοιπόν, Μέγιλλα, είσαι άνδρας και μας τώκρυβες, όπως λέγουν για τον Αχιλλέα ότι εκρυβότανε αναμεταξύ στα κορίτσια με γυναικεία ενδύματα; Αλλά έχεις και εκείνο που έχουν οι άνδρες και κάνεις της Δημώνασσας ό,τι κάνουν οι άνδρες; Εκείνο, είπε, Λέαινα, δεν το έχω• αλλά δεν το πολυχρειάζομαι• κάνω την δουλειά, ως θα ιδής, με τρόπον πολύ περισσότερον ευχάριστον.

Οι αιχμάλωτοι και επροφυλάσσοντο όπως ηδύναντο και συγχρόνως οι πολλοί εφόνευαν αλλήλους οι μεν εμπηγνύοντες εις τον λαιμόν τα βέλη, τα οποία οι προσβάλλοντες έρριπταν κατ' αυτών, οι δε απαγχονιζόμενοι με σχοινιά από σπαρτά, τα οποία επρομηθεύοντο από μερικάς κλίνας ευρισκομένας εκεί δι αυτούς και διά λωρίδων, τας οποίας έκαμναν από τα ενδύματα των.

Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος εξηκολούθει να. περιμένη ολίγα βήματα απωτέρω. Οι υπνηλοί εσηκώθησαν ετινάχθησαν, και οι σύντροφοί των τους έβρεξαν τα πρόσωπα με νερόν από την στέρναν. Οι πέντε άνδρες ητοιμάσθησαν, ετίναξαν τα ενδύματά των, εφόρεσαν έκαστος το έν μανίκι της τσάκας του ή της σουρτούκας του. Ο κυρ-Μανουήλος είπε: Πάμε! κ' εστράφη προς την θύραν. Οι πέντε φίλοι τον ηκολούθησαν.

Άμα λοιπόν ακούσας ότι ο πτωχός Κώστας δεν είχεν άλλα ενδύματα, εκτός των λασπωμένων και εσχισμένων, τα οποία εφόρει, ωδήγησεν αυτόν ο Πέτρος εις την οικίαν του, και παρεκάλεσε τους καλούς του γονείς να δώσωσιν εις τον Κώσταν τινά εκ των ιδικών του ενδυμάτων. Οι γονείς του ευσπλαχνικού Πέτρου προθύμως εισήκουσαν την παράκλησίν του.

Η Μπαμπέττα ησθάνετο σαν να είχε εις την καρδιά της βάρος, που εγίνετο όλο και βαρύτερον· ήτο η ενοχή προς τον Ρούντυ, ενοχή προς τον Θεόν· αιφνιδίως έμεινεν εγκαταλελειμμένη· τα ενδύματά της ήσαν ξεσχισμένα από τα αγκάθια, τα μαλλιά της άρχισαν ν' ασπρίζουν, εν τη οδύνη της εκύτταξε προς τα επάνω και είδε εις το χείλος του βράχου τον Ρούντυ.

Εδίστασα. Κατ' αρχάς έκρινα συμφορώτερον να μην υπακούσω. Είτα μεταμεληθείσα εφρόντισα να κλείσω τα δύο θυρόφυλλα του θαλάμου, εν ώ εκοιμάσο, κόρη μου, μη θέλουσα να σε ίδη, όστις και αν ήτο, και ήνοιξα την έξω θύραν του προθαλάμου. Εισήλθεν άνθρωπος τις άγνωστος. Εξεπλάγην διά την ωχρότητα της μορφής του. Εφόρει δε αλλόκοτα ενδύματα. Εν τούτοις δεν εφοβήθην.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν