United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς. Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα.

Ούτω συνέβη όταν κάποιος διέβαλε τον Πλατωνικόν Δημήτριον προς τον Πτολεμαίον τον επονομασθέντα Διόνυσον, ότι ο Δημήτριος έπινε νερόν και μόνος εκ των άλλων δεν εφόρεσε γυναικεία ενδύματα κατά την εορτήν των Διονυσίων• και εάν, όταν εκλήθη υπό του Πτολεμαίου, δεν εφρόντιζεν από πρωίας να πίη δημοσία και φορέσας εσθήτα του Τάραντος να παίξη κύμβαλον και να χορεύση, θα εθανατώνετο ίσως ως μη επιδοκιμάζων τον βίον του βασιλέως, αλλά κατακρίνων και πολεμών τας ηδονάς αυτού.

Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν.

Ταύτα ειπών και χαλαρώσας το τόξον, το έδωκεν εις τους απεσταλμένους· έπειτα λαβών το πορφυρούν ένδυμα, ηρώτησε τι ήτο και πώς κατεσκευάσθη. Ειπόντων των Ιχθυοφάγων την αλήθειαν περί της πορφύρας και της βαφής, απεκρίθη· «Και τα ενδύματά σας είναι δολερά ως είσθε και υμείς δολεροίΚατόπιν τους ηρώτησε περί του περιδεραίου και των ψελίων.

Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλοντην φωτία• και αυταίς λουτρικόν τρίποδατην φλόγα μέσα εστήσαν, 435 έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, μητο ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκότο ολόμαυρο καράβι». 445

Τώρα όμως, τώρα δεν έχει πλέον ο Γιάγκος να είπη τίποτε. Θα της δώση βεβαίως δέκα χιλιάδας, να μεταβή τουλάχιστον έως τους Παρισίους· εκεί θα κάμη και τα χειμερινά της ενδύματα, καλλίτερα, εννοείται, και ευθηνότερα παρά εις τας Αθήνας, και θα έχη τοιουτοτρόπως και οικονομίαν.

Όταν δε πλέοντες προσεγγίσωσιν είς τινα πόλιν εκ των μεταξύ ευρισκομένων, δένουσι το πλοιάριον εις την ξηράν και πράττουσι τα ακόλουθα. Τινές μεν των γυναικών εξακολουθούσι τα άσματά των ή τον κροταλισμόν των κροτάλων, άλλαι περιγελώσι με μεγάλας φωνάς τας γυναίκας της πόλεως εκείνης, άλλαι χορεύουσι, και άλλαι ιστάμεναι όρθιαι ανασύρουσι τα ενδύματά των.

Το κακόν ολοέν ηύξανεν, ήτο κάτι τρομερόν, και αυτός ακόμη ο Τίβερις έρρεεν ως νάματα πυρός. Τον Βινίκιον οι Χριστιανοί τον μετέφερον εις την οικίαν του υφαντουργού Μακρίνου. Εκεί ούτος τον έλουσε, του έδωσεν ενδύματα και του παρέθηκε και τροφήν. Αφού ανέλαβε τας δυνάμεις του, ο νέος τριβούνος εδήλωσεν ότι αμέσως θα ήρχιζε πάλιν τας ερεύνας του προς ανεύρεσιν του Λίνου.

Ποίος λοιπόν έμπορος δύναται να κερδίση εκ του φορτίου του πλοίου του όσα αργυρολογούν αυτοί διά της φιλοσοφίας; Όταν δε συλλέξουν αρκετά και σχηματίσουν περιουσίαν, αποβάλλουν τον φιλοσοφικόν μανδύαν, αγοράζουν αγρούς ενίοτε δε και ενδύματα πολυτελή και νεαρούς δούλους με κόμην μακράν και ολόκληρα χωρία και διά παντός αποχαιρετούν την πήραν του Κράτητος, τον μανδύαν του Αντισθένους και τον πίθον του Διογένους.

Ποίον από αυτά τα δύο άραγε; εκείνο που τα κάμνει να φαίνωνται ωραία; Καθώς βέβαια, όταν λάβη κανείς ενδύματα ή υποδήματα ταιριασμένα επάνω του, και αν είναι κανείς γελοίος, αυτός όμως φαίνεται ωραιότερος.