Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Εξ όλων των δωματίων έτρεξαν έντρομοι οι διδάσκαλοι, εισώρμησαν εις την αίθουσαν οι επιστάται, ο δε σχολάρχης, σεβάσμιος φουστανελλοφόρος γέρων, κρατών ακόμη την καπνοσύριγγά του, την οποίαν εκάπνιζε προ μικρού αμέριμνος εις το σχολαρχείον, εφάνη εις την θύραν, και απέμεινεν άφωνος προ του θεάματος. — Αχ! διδάσκαλε! είπεν αμέσως· τι έκαμες! Και στραφείς προς τους λοιπούς διδασκάλους,

Νυχθημερόν εκάπνιζε το θυμίαμα, εκαίοντο κηρία και αντήχουν οι κώδωνες και του πλήθους αι ζητωκραυγαί.

Κατά τα προλαβόντα θέρη, όχι μόνον οίκοι, ένθα εκάπνιζε το μικρόν του τσιμπούκι, αλλά και εις την οδόν, όπου ενεφανίζετο με το τσιγάρον εις το στόμα, και εις το καφενείον, όπου εκάπνιζε δύο ή τρεις ναργιλέδες την ημέραν, παντού επαρουσιάζετο με τα μανίκια του υποκαμίσου λευκά, με μακρόν γελέκυ μισοκουμβωμένον, αναδεικνύον αμέσως τον πελώριον και εμπροσθοκλινή κορμόν του.

Τα μεγαλείτερα και θορυβωδέστερα των παιδίων είχον αποσταλή εις την μάμμην των, η Μαριώ εσάρονε την αυλήν και συνήγεν από των φωλεών των ορνίθων της τα νωπά των ωά, ο δε Δημήτρης, καθήμενος προ της θύρας εκάπνιζε σιωπηλός αλλεπάλληλα σιγάρα κ' έξεεν επιμόνως διά της αριστεράς του χειρός τον αξύριστον αυτού πώγωνα.

Εκάπνιζε ναργιλέ κατ' οίκον, έπινε ρώμι και πολύ κρασί, και εις πάσαν υπόθεσιν την οποίαν διεπραγματεύετο, είτε περί υποθηκεύσεως επρόκειτο, είτε περί πωλήσεως αγρού, — αλλά συχνά και εις απλάς ομιλίας με φίλουςδεν έπαυε να επαναλαμβάνη την επωδόν του·Ντέρτι, δικό μου, βρε παιδιά! κασσαβέτι δικό σας.

Αφού δε ηγκυροβόλησε και διηυθέτησαν οι ναύται τάρμενα, τότε ο καπετάν-Φώκας, βρεγμένος, μισοπαγωμένος, από δύο θηρία νικημένος, από την θάλασσαν και από τον θυμόν του, κατήλθε και εκλείσθη κάτω εις την πρύμνην, κλαίων σχεδόν, αποπνιγόμενος μέσα εις τον καπνόν των τσιγάρων, τα οποία κατέδακνε, δεν εκάπνιζε, θολός τον νουν και θολός την καρδίαν από τ' αναθέματα και τας κατάρας.

Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου, κ' εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον . . . Και τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, και τώρα ήτο πενηνταπέντε.

Εμπήκε σ' ένα καφενεδάκι απόκεντρο, που το κρατούσ' ένας γέρος, παλαιός γνώριμος, ναύτης κι' αυτός, απόμαχος, κυρτωμένος πλιο από του χρόνου το βαρύ, το πιεστικό χέρι και από την κακομοιριά μιας άχαρης ζωής. Εκάπνιζε ο γέρος άφωνος ένα κοντό τσιμπούκι, ζαρωμένος σε μια γωνιά. Ο ναύτης εκάθησε κοντά στο παράθυρο του δρόμου κ' έρριξε το κεφάλι κάτω.

Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτον υπερτεσσαρακοντούτις ήδη. Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186 . . . εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ' ερρέμβαζεν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν