Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Και δα εκάθησε σιμάαυτόν τον δακρυσμένον, Και με το χέρ' τον χάδευσε, και είπεν· Αχιλλέα, Τι' κλαις, παιδάκι μου, και τι λύπ' ήρθετην καρδιά σου ; Λάλησε, μη το κρύβεσαι· για να ιδούμ' οι δυω μας.

Η γυναίκα του, που ήτον παρούσα, έμεινεν εκστατική, και λέγει του ανδρός της· ειπέ μοι διατί γελάς τόσον διά να γελάσω και εγώ; Αυτός της απεκρίθη· φθάνει σου τόσον, το να με ακούης να γελώ. Εκείνη του είπεν· όχι, θέλω να μάθω και την αφορμήν.

Ούτω δε μετά παλμών αληθινής αγάπης και ακραιφνούς ευγνωμοσύνης συνώδευσα αυτόν εις την μικράν του οικίαν, όπου, μόλις εισελθών, συνήντησε την σύζυγόν τον, φαιδράν και ροδοκοκκίνους έχουσαν τας παρειάς γυναίκα, πλύνουσαν αφελώς εντός μικράς σκάφης χονδρά τινα ασπρόρρουχα. — Νά! γυναίκα, είπεν· αυτό να το φυλάξηςτην τύχην της κόρης μας!

Και ο Σωκράτης είπεν· Άφησέ τον να λέγη· ας ετοιμάζη το δηλητήριόν του διά να το δώση και δύο, εάν δε είναι χρεία, και τρεις φοράς. Αλλ' όμως ήξευρα κάπως τι θα είπης, είπεν ο Κρίτων αλλ' αυτός από πολλήν ώραν επιμένει και με ενοχλεί. Άφησέ τον, είπεν ο Σωκράτης. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να είπω, Σιμμία και Κέβη, τας αποδείξεις περί του ότι αυτά είναι όπως τα λέγω.

Και ο Κρίτων είπεν· Αλλ' εγώ νομίζω, ω Σώκρατες, ότι είναι ακόμη ήλιος επάνω εις τα βουνά και ακόμη δεν έχει βασιλεύσει· και συγχρόνως ηξεύρω και άλλους, οι οποίοι το πίνουν πολύ αργά, αφ' ού δοθή εις αυτούς η παραγγελία και αφ' ού δειπνήσουν και πίουν πολύ καλά και μερικοί μάλιστα αφ' ού συνευρεθούν με εκείνους, τους οποίους ήθελον επιθυμήσει· αλλά διόλου μη βιάζησαι, διότι υπάρχει ακόμη καιρός.

Οι ιεροκήρυκες κηρύττουν κατά πολλών άλλων ελαττωμάτων, είπα· αλλά δεν ήκουσα ποτέ έως τώρα να πολεμήσουν από του άμβωνος περί της δυσθυμίας . Τούτο πρέπει να κάμνουν οι ιερείς των πόλεων, είπεν· οι χωρικοί δεν ηξεύρουν τι είναι δυσθυμία· δεν θα έβλαπτεν όμως ενίοτε, θα ήτο τουλάχιστον έν μάθημα διά την γυναίκα του και διά τον κύριον έπαρχον. — Η συντροφιά εγέλασε και αυτός δε μαζί μας εγκαρδίως, έως ότου τον έπιασε βήχας, που διέκοψε την συζήτησίν μας δι' ολίγον· τότε ο νέος έλαβε πάλιν τον λόγον: — Εκαλέσατε την δυσθυμίαν ελάττωμα· μου φαίνεται ότι τούτο είναι υπερβολή. — Καθόλου, του αποκρίθηκα, εάν εκείνο, με το οποίον βλάπτει κανείς τον εαυτόν του και τον πλησίον του αξίζη αυτό το όνομα.

Αυτή σαν τον είδεν επήγε να πέση εις τα ποδάρια του, μα αυτός εμποδίζοντάς την, της είπεν· Ω Φαρουχνάζ, ο μέγας Καισάγιας είναι κατά πολύ θυμωμένος εναντίον σου, επειδή είσαι εναντία εις τους νόμους του ουρανού· εσύ είσαι υπό την εξουσίαν του δαίμονος· αυτός είναι εκείνος, που σε βάνει εις αυτήν την στράταν εναντίον των ανθρώπων.

Βασιλοπούλα, απόψε είδα εις τον ύπνον μου τον μέγαν Καισάγιαν, ο οποίος μου είπεν· ω Δερβύση, επήκουσα την δέησίν σου και θέλω αποδιώξει το δαιμόνιον από την Φαρουχνάζ· μα πρέπει να στεφανωθή ένα νέο βασιλόπουλο που την αγαπά κατά πολλά, επειδή και έτσι είναι γραμμένον εις τον ουρανόν, να πάρη αυτό, και όχι άλλο κανένα.

Εις τέτοιον τρόπον μιλώντας, άμπωσε το χέρι του Καπετάνιου· αυτός όντας φυσικά οργίλος και σοβαρός του εκακοφάνη διά την καταφρόνεσιν που αυτή του έκαμεν· όθεν ευθύς εμεταβάλθη εις οργήν. Πώς το λοιπόν, ουτιδανό πλάσμα τη είπεν· έτσι χρεωστείς να μιλής του αυθέντος σου; εγώ σε αγόρασα, και είσαι σκλάβα μου· ή με το καλόν ή με το κακόν θέλω να σε πάρω μαζί μου.

Αυτός βλέποντάς τον φόβον μου μού είπεν· Αμπτούλ αφέντη· εγώ κάνω το χρέος μου διά να σε εξετάξω· όμως του λόγου σου ωσάν φρόνιμος που είσαι, κάμε μου ένα δώρον, που να είναι άξιον διά εμένα, και θέλω σε απαραιτήσει. Εγώ βλέποντάς την καλήν του διάθεσιν του έταξα να του δίδω την κάθε ημέραν από εκατόν φλωριά, και κάθε μήνα να του τα μετρώ.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν