United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η αλήθεια είναι πως δούλευε ακούραστα στο Παλάτι του. Ως μήτε στο Ιπποδρόμιο δεν πήγαινε παρά μια ματιά, έτσι να φανή πως πήγε. Τέτοιες ιδέες και συστήματα τι άλλο να φέρουνε μέσα στο καλομαθημένο Παλάτι παρά χαλασμό και καταστροφή! Ζήτησε, λέει, να κουρευτή· και του παρουσιάζεται λαμπροστόλιστος ο κουρέας. Τονέ βλέπει, και λέει πως κουρέα ζήτησε κι όχι Γερουσιαστή!

Δεν ήθελε να δείξη πως το σκέφτεται καθόλου, μα μέσα του δούλευε το σκουλήκι. Δεν έβλεπε με καλό μάτι το γάμο. Η δραστηριότη του Δημητράκη από καιρό τον ανησυχούσε· στην προκοπή εκεινού έβλεπε φως φανερά το δικό του θάνατο. Τόβλεπε αυτός όπως τόβλεπε κι ο Χαγάνος. Μα δεν ήθελαν να το φανερώσουν. Ο Αριστόδημος όμως έπιασε γι' αυτούς μεγάλη φιλονεικία με τον αδερφό του.

Και πριν όμως πάρουν τέλος, δούλευε πάντα τάλλο, ατέλειωτο ζήτημα, της θρησκείας. Είδαμε στην ιστορία του Ζήνωνα πως το Ενωτικό είχε γεννήσει δυο ενάντια κόμματα, τους φανατικούς ορθόδοξους, κι αυτοί είταν οι Ακοίμητοι, και τους φανατικούς μονοφυσίτες, και λέγουνταν αυτοί Ακέφαλοι.

Τι ήτανε πάλε το κακό που σ' ευρήκε, Νικόλα παιδί μου: Σε καίγετ' η καρδιά μουΜε πήρε στην μπάντα. «Να σου κάνω καμμιά ευκολία, Νικόλα παιδί μου. Από το ψωμί των παιδιών μου να κόψω, να σου δώσω. Άνθρωποι είμαστε. Αν δε βοηθήση ο ένας τον άλλον, αλλοίμονοΕίπα κ' εγώ: ψυχοπονιάρης ο καϋμένος ο γέρος· φιλάργυρος, μα ψυχοπονιάρης! Εκεινού το μάτι του δούλευε.

Το έργο της μουσικής δημιουργούσε, δούλευε το σκληρό πυλό της ψυχής, μαλάκωνεν αισθήματα, έχτιζε παλάτια, έδειχνε γαλάζα χρώματα άλλων ουρανών. — Το ίδιο όπως στα πρώτα χρόνια, σκέφτονταν ο Ρένας, με τη διαφορά πως τότε είχαμε ένα χάλκινο σουράβλι, αντί για την τωρινή φυσαρμόνικα.,, Σαν χτύπησεν η σάλπιγκα κατάκλιση, αυτός άφησε το υπόφραγμα κι' ανέβηκε στο κατάστρωμα.

Από την ώρα που χωρίστηκε από την Ασήμω ο Πανάγος, άρχιζε η γνωστική η μεριά και δούλευε, όλο δούλευε μες στα κατάβαθα του λογισμού του. Σαράκι τον έτρωγε· και τι σαράκι; τρυπάνι και τον διαπερνούσε το νου του. Ησυχία δεν του άφινε η γνώση.

Ο Δημητράκης με τους δυο κολλήγους και με το γέρο Μαλαματένιο ρίχτηκε στη δουλειά με τα μούτρα. Δούλευε μεροδούλι στα ξένα χτήματα. Τόσον καιρό δουλεύοντας στ' αμπέλι της Ελπίδας κατάντησε από τους καλήτερους κι όλοι τον προτιμούσαν. Κ' εκείνος δεν αρνιόταν σε κανένα· δεν ξεχώριζε φίλους κι οχτρούς.

Μεγάλα χάχαν' έγιναν εις τους θεούς, σαν είδαν Τον Ήφαιστον, που δούλευετα δώματα με γνώσιν Έτσι δα τότ' ολημερίς ως του ηλιού τη δύσι Έτρωγαν· τίποτ' η καρδιά φαγ' ίσιο δεν στερηούνταν· Ούτε την λύραν την καλήν, 'πού είχεν ο Απόλλων, Ούτε ταις Μούσαις, π' έψαλλαν καλόφωνα με τάξιν.

Κατά τα σπερώματα μαζεύτηκαν οι Παραμυθιώτες στου Φώτη το καπελιό, καθώς κάθε βράδυ. Τα μισά τα σκαμνιά του πιασμένα κιόλας. Αρχίνιζε και δούλευε ο Φώτης. Τσιγκρίζανε τα ποτήρια του. Κοντά στα ποτήρια, τις προσταγές και τα γοργοχτυπήματα της μασιάς, είτανε και το βαριόηχο, τακατάπαφτο λαλητό, η χάβρα εκείνη που δεν μπορούσε να λείψη ποτές, μα ας είτανε και για πήδημα ψύλλου.