Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Και ωσάν της εφίλησα το χέρι, μου λέγει ότι λογής και αν είνε η φαιδρότης της κλίσεώς μου, που διά σε προσφέρω, δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, παρά ετούτην την νύκτα θα δώσω τελείωσιν της ευτυχίας σου, διά να σε στεφανωθώ· υπάγω το λοιπόν διά να εύρω τον βασιλέα πατέρα μου διά να τον παρακαλέσω να σου χαρίση την ζωήν, τόσον εσένα, ωσάν και του συντρόφου σου· επειδή και η Μυρόφια η εμπιστευμένη μου σκλάβα, δείχνει και αυτή πολλήν κλίσιν αγάπης προς αυτόν.
Ως την άλλη άκρη τον έφερε ο αθώρητος οδηγός του, ο πεντάξυπνός του ο νους. Ως της Προποντίδας τα κύματα. Εκεί μονάχα στάθηκε, αφού πήρε μέσα στην καινούρια πόλη αλάκερη τη χερσόννησο που μας δείχνει ο χάρτης. Κι άρχισαν αμέσως να χτίζουν τειχίσματα και πόλη.
Και θρύλος ακόμ' αν είναι η ιστορία τούτη, όμως δεν είναι γι' αυτό λιγώτερο πολύτιμος, αφού μας δείχνει τη στάση της Αναγεννήσεως απέναντι του Κόσμου της αρχαιότητος.
Και εκείνοι οπού κάμνουν το μέρος του γελωτοποιού να μη λέγουν περισσότερα απ' όσα είναι γραμμένα διά το μέρος των· λέγω τούτο διότι ευρίσκονται μεταξύ των κάποιοι οπού γελούν αυτοί διά ν' αρχίσουν τα γέλια κάμποσοι ξεροκέφαλοι θεαταί, και τούτο κάποτε συμβαίνει να γίνεται εις την στιγμήν όταν η προ- σοχή πρέπει να ήναι προσηλωμένη εις κάποιο μέρος σημαν- τικό του διαλόγου· τούτο είναι κακοτροπία και δείχνει την ελεεινήν φιλαυτίαν του γελωτοποιού οπού το κάμνει.
Τότες εφτύς σηκώνεται και στους Αργίτες κράζει «Πέστε μου, αδρέφια, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, μονάχα εγώ, ή και λόγου σας θωράτε πέρα τ' άτια; Αλλά σα να μου φαίνουνται μπροστά πως πιλαλούνε, σαν άλλος δείχνει ο αμάξας· και τ' άλλα εκεί στον κάμπο 460 πάπαθαν πρέπει, πούτανε μπροστά σαν ξεκινούσαν.
Μεγάλα ως τόσο πράματα δεν είταν η ποίηση του ως τέχνη, αν και τους έβγαζε με τις χιλιάδες τους στίχους ο βλογημένος. Είδος «θρησκευτικές μελέτες» τις είπανε μερικοί· και το περίεργο, λουσμένες με κάποια λυπητεράδα που μας δείχνει πως ο λεγόμενος ρομαντισμός καινούριο πράμα δεν είναι.
Να και κάτι λεροφορεμένοι απ’ τη Σιγδίτσα με μεγάλους κουβάδες γεμάτους, νερό φωνάζοντας: «Γάλα καλό-ο-ο!» . . Κυττάτέ την εκείνη εκεί ! μια Κυρία της μόδας με σκούπα για βεντάγια, που σηκώνει τις φούστες της ως τα γόνατα και δείχνει, με χίλια τσαλιμάκια, γάμπες ευζωνικές κι αντρίκια χοντροπάπουτσα λαστιχένια με ταυτιά απόξω. . . . . Και πάλι αμάξια με ντόμινα και σούστες φορτωμένες με μισόγυμνους ανθρώπους τυλιγμένους σε σεντόνια που πήγαιναν τάχατις στο Φάληρο! κι ο κόσμος τους φώναζε : «Κρύο ! κρύο ! μπούζι! » και πάλι μάσκες και κουρελομάνι και χρώματα και χρυσόχαρτα και λουλούδια και γέλοια και φωνές και χαχαρίσματα και σερπαντέν και σκουντιές και τσιμπιές και πατήματα κάλων και κερατιλίκια και στανιά και «Χαρτί και πόλεμος !» και παλαμάκια που δεν παίρνουν τέλος απ’ την μιαν άκρη του δρόμου ίσαμε την άλλη. . . Αχ, τι ζωή ! τι χαρά ! Τι όμορφα που είναι ! Τι όμορφα ! Κύτταζε η Λιόλια ολοένα, κύτταζε και δε χόρταινε.
Μικρά μεγάλα λόγια χαμένα... τέτοια τα δείχνει ο νους σ' εμένα. Ό,τι εκείνος θαρρεί πως πρέπει και πως ταιριάζει με το εγώ, τούτο καθένας καλόν το βλέπει και τούτο θέλω και κυνηγώ. Ο νόμος γράφει «ποτέ μην κλέψης μηδέ πεντάρα, μηδέ βελόνι», αλλ' όταν έλθουν τοιαύται σκέψεις καθείς τον νόμο τον φασκελόνει. Γιατί αλήθεια πάντα καθένας να γυρεύη εκείνο που ο νόμος σαφώς απαγορεύει;
Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τούπε «Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα, 460 εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας. Μα τώρα θα σ' αφίσω πια· δε θέλω να προβάλω στα μάτια τ' Αχιλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.
Του απολογιέται ο Πρέσβης και του θυμίζει τις όσες τιμές τούκαμε ο Αυτοκράτορας, κι αυτός τις αψήφησε· του λέει πως αυτός ερχότανε για ειρήνη, και κείνος κυρίευε χώρες· τονέ συβουλεύει να προσέξη μη μαζέψη στρατό ο Αυτοκράτορας και τον αφανίση· του δείχνει τέλος δρόμο για μεγαλήτερα και πιο συφερούμενα κατορθώματα, τη Δαρδανία, που και πλούσια χώρα είταν κι ακατοίκητη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν