Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Δεν είχα το θάρρος, ύστερα απ' τη διαγωγή μου προς εσένα. Δε σημαίνει. Τίποτε δεν έχει πια σημασία. Άκουσέ με, Τάσσο, πριν φύγω από κοντά σου, θέλω να σου πω το σκοπό που μ' έφερε εδωπέρα. Τότε θα με συχωρέσης γιατί σου έδωκα μιαν ενόχληση κ' ένα φόβο, που δεν έπρεπε να σου το δώσω. Και θα με λυπηθής ίσως. Η λύπη του κόσμου είναι η τελευταία καλοσύνη του για τις γυναίκες σαν κ' εμένα.

Κι' όλες η γυναίκες της Ηπείρου φοράν μαύρα. Τ' Αργυρόκαστρου μοναχά και του Δελβιναμιού η γυναίκες, παντού ξεχωρίζουν για την ασπράδα της φορεσιάς και την ασπράδα της ώμορφης όψης των αντάμα.

Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα βόστρυχον της κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμεινεν ανωρθωμένος από την πρόσψαυσιν του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον κάραν του μείζονος εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες ανδρών, εσελαγίζετο εκ μυστικής ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου ου την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη να χειροθετήση.

Αι γυναίκες εδείκνυον εις τα τέκνα των τον Ζάχον ως πρότυπον ανδρείας και οικογενειακής τιμής· τα παλληκάρια τον εζήλευον αι λυγεραί ησθάνοντο την καρδίαν των κάπως σπαρταρίζουσαν δι' αυτόν οι Σουλιώται τον εφθόνουν. Η Μαλάμω εν μέσω αυτών, ασθμαίνουσα εκ της ανυπομονησίας, μόλις συνεκράτει την χαράν της.

Στο σπίτι του κυνηγού είταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά το Γκεσουλάκι, αν κι' αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι' όλο το σπίτι, κι' όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κόττες ακόμα, γιατί μια μέρα ρίχτηκε να ξεσκίση ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλη μόνο την ουρά, αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι' απ' όλα τον κυνηγό.

Κάθισε στο δώμα εκείνο απάνω μια στιγμή η Ασήμω, και τήραγε στα μακριά το κάτω χωριό, το χριστιανικό, κι άκουγε τα λαλητά που γεμίζουν τον αέρα σε κάθε χωριού γειτονιά, απ' άντρες κι από γυναίκες, από παιδιά κι από γέρους, από σκυλιά κι από λογής λογής ζώα και πετάμενα, κάθε βράδυ στο γέρμα του ήλιου και πρι να πάρη απόνυχτο.

Είχεν ακούσει ότι, εις την άλλην νήσον, εις την πατρίδα του αρραβωνιστικού της, δεν το είχαν εις εντροπήν αι γυναίκες των καλλιτέρων οικογενειών να βοηθώσιν εις τοιαύτας εργασίας, κ' εφιλοτιμείτο να τας μιμηθή, διά να δείξη εις την πενθεράν και τας ανδραδέλφας της όταν έμελλε να πλεύση με τον Αγάλλον αντικρύ, στο Κάστρον ότι αυτή, ας ήτον και γαλαζοαίματη, επεθύμει να είνε χρήσιμος και εργατική, όπως εκείναι.

Άντρες και γυναίκες, δίπλωναν τες φλοκάτες τους σταυρωτά κατά πίσω, τες πίστρωναν ύστερα σα προσκέφαλα κ' εφορτωνόνταν ο ένας με τον άλλον τα θεόρατα μάρμαρα. Ως που φορτώθηκαν όλοι κι ως π' αναλήφτηκαν από μπροστά οι άσπροι σωροί. Όταν ξεκίνησαν τον κατήφορο κατά το χωριό, χάραζε.

Περνούσαν γυναίκες με ξέπλεκα τα μαύρα μαλλιά στους ώμους σαν πλερέζες∙ ακολουθούσαν άντρες ξεσκούφωτοι με ένα κερί στο χέρι, ξυπόλητοι, σκονισμένοι, σαν να έρχονταν από την άλλη άκρη του κόσμου. Τα μάτια όλων ήταν γεμάτα ερωτηματικά και ελπίδα. Και τα υπομονετικά άλογα ανέβαιναν στο δρόμο γεμάτα χαρά ή πόνο.

Δεν τους έχεις τους ανθρώπους σαν τα ζωντανά σου, να έρχωνται και να ξαναέρχωνται χίλιες φορές. Ο Λάμπρος και ο Μανώλης ηυχαρίστησαν διά μειδιάματος την σύζυγον του Σπληνογιάννη διά το φιλοφρόνημα. — Μα κάμε φρόνιμα, γυναίκα! έκραξεν αγανακτών ο ποιμήν. Είνε τρόπος αυτός να επιμένης τόσον εσύ, εμπρός εις τόσους άνδρας! Αλλοίμονό μας, αν αρχίσουν να μας κουμαντάρουν η γυναίκες μας!

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν