Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Επειδή δε θα σ' ωφελήσουν καθόλου τα γεράματα για να μη με κυνηγάς ύστερ' από το ένα φιλί. Δε μπορεί να με πιάση εμένα μήτε γεράκι, μήτε αητός, μήτε κάθε άλλο πουλί γληγορότερο απ' αυτά. Δεν είμαι καθόλου παιδί εγώ, κι ας φαίνουμαι παιδί, παρά πιο μεγάλος στα χρόνια κι από τον Κρόνο κι από τον ίδιο το Χρόνο.

Όχι! μα το φως μου, κυρ-Μανώλη . . . — Μα την αγάπη μας, κυρ-Λάμπρο . . . — Έτσι να έχω καλά γεράματα. — Να χαρώ το στέφανό μου, κουμπάρε.

Εσύ να λες κ' εγώ να μαθαίνω· δεν είν' έτσι; Πού είνε η μάννα μου; — Κοιμάται· δε μου φαίνεται καλά· είνε πολύ αδύνατη και κλαμένη. — Πώς να μην είνε; Έπειτ' απ' αυτά που είδε στα γεράματά της· να ξεσπιτωθή!... — Κ' εδώ σπίτι της δεν είνε; τον έκοψε η κόρη με παράπονο. Εσείς μπορεί να μη θέλετε, μα εγώ το θέλω· είνε μάννα μου και κάτι καλήτερα· είνε κυρά μου.

Όμως η ψυχή μου είναι παρθένα. Πάντα μ ό ν ο ς θα είναι, μα η μοναξιά και η ερημιά του θα είναι χαρά του. Όλα περνούν αγύριστα, Μα η Ελλάδα μια και αγύριστη· πάει, και να την κλαις! Όλα όμως ξαναγυρνούν, όσο αλλαγμένα κι αν είναι. Όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε μιαν Ελλάδα, και μια νιότη. Ξανάρχεται η άνοιξη, η ίδια, και όμως όχι η ίδια.

Κάμε την χάριν το λοιπόνεκείνην, η οποία ό,τι ως χάριν σου ζητεί 'μπορεί και να το πάρη, τον αριθμόν των ιπποτών να τον ολιγοστεύσης· κι όσους κρατήσης απ' αυτούς κοντά σου, διάλεξέ τους να είναι όλοι ταιριαστοί με τα γεράματά σου, και άνθρωποι να εννοούν ποιοι είναι και ποιος είσαι. ΛΗΡ Φωτιά και λαύρα! — Τ’ άλογα σελλώσετε αμέσως!

Έχω κήπο φτιασμένο με τα χέρια μου, που τόνε φύτεψα, αφόντας ένεκα τα γεράματα έπαψα να βόσκω. Όσα φέρνουν οι εποχές όλα τάχω στον κήπον αυτόνε σε κάθε εποχή: Την άνοιξη τριαντάφυλλα, κρίνους και γιατσέντα και δυο λογιών μενεξέδες· το καλοκαίρι παπαρούνες κι αχλάδια και μήλα κάθε λογής· τώρα, και κλήματα και συκιές και ροϊδιές και σμέρτα χλωρά.

Τότε να μου δώσης πρώτα και μελόπιττα στο χέρι, σαν στου Τροφωνίου τάντρο, γιατί φόβο πολύ επήρα για να μπω. Ας χαίρετ' η καρδιά σου! με την παλληκαριά σου! Πήγαινε! κι' ας γενή αιτία στον άνθρωπο για ευτυχία, που, κι' όταν φθάνη στα γεράματα, γυρεύει να μαθαίνη ακόμα, και πασαλείφεται με χρώμα απ' τα νεώτερα τα πράματα.

Μαγδαληνή, που έσκυψες 'στού κόσμου τον σωτήρα, κι' ενώπιόν μου σκύψε, και με δακρύων ποταμούς και μ' αλαβάστρων μύρα κι' εμού τους πόδας νίψε. Εμπρός, προβαίνετε και σεις, που το παραγλεντίσατε με τας παραλυσίας, αλλ' όταν τα γεράματα σας 'πήραν εζητήσατε τον στέφανον οσίας.

Ώχ! κακορροίζικος εγώ! τι ξύλο που μου πρέπει! με μια γυναίκα να μπλεχθώ απάνω στα γεράματα, να πάθω τέτοια πράματα! γιατί αυτή κάτι καλό δεν βγήκε να μου φτιάση. . . Εν τούτοις μ' έσφιξε η κοιλιά κ' είνε καιρός ν' αδειάση. ΑΝΗΡ Τις ει!. . . Δεν είν' ο Βλέπυρος που είν' εκεί στο βάθος; μα το θεό, ο γείτονας. . . αυτός. . . δεν κάνω λάθος.

Και η «Αθηνά», σκαμπανεβάζοντας στο κύμα, αναστέναζε από τα τρίσβαθα των αρμών της. — Μαζί θα πεθάνωμε, Μοναχάκη. Σιγά-σιγά τους πλάκωσαν τα γεράματα, Στο τελευταίο ταξίδι στη Μαρσίλια, ο Μοναχάκης αρρώστησε. Τον βγάλανε όξω στα σπιτάλια. Οι γιατροί του είπαν να μείνη λίγον καιρό να κυτταχθή. Ο Μοναχάκης δεν τάκουε αυτά. «Την Αθηνά δεν την αφίνω σε ξένα χέρια», έλεγε.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν